.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Μα το τσιγάρον ντο κρατώ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Μα το τσιγάρον ντο κρατώ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Μα το τσιγάρον ντο κρατώ,
μα τον καπνόν ντο πίνω
και μα την καπνοσάκουλα μ’,
εγώ εσέν ’κι αφήνω

Ν’ αηλί εμέν ντο έπαθα
κι άλλα πρέπ’ να παθάνω
Το ταπιέτ’ τ’ς απ’ εμπροστά
έπρεπε να μαθάνω

Θεέ μ’, μ’ αστράφτς και μη βροντάς,
κατασπάντς τα λιθάρι͜α
Τ’ εμά τα δάκρυ͜α και τσ’ εγάπ’ς
ποτίζ’νε τα χορτάρι͜α

Εχ̌ι͜όντσεν σα ψηλά ραχ̌ι͜ά,
κατήβα σο χωρίον
Κανείται αρ’ όσον έπες
το νερόπον το κρύον
Κανείται κι όσον ντο έπες
το νερόπον το κρύον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εγάπ’ςαγάπης
εμάδικά μου
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
έπεςήπιες
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατασπάντςκατασπάζεις
κατήβα(προστ.) κατέβα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μαθάνωμαθαίνω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νερόποννεράκι
παθάνωπαθαίνω
ποτίζ’νεποτίζουν, δίνουν σε κπ να πιει
πρέπ’ταιριάζει/ω
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ταπιέτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εγάπ’ςαγάπης
εμάδικά μου
εμπροστάμπροστά, πρωτύτερα
έπεςήπιες
εχ̌ι͜όντσενχιόνισε
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κατασπάντςκατασπάζεις
κατήβα(προστ.) κατέβα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λιθάρι͜αλιθάρια, πέτρες
μαθάνωμαθαίνω
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νερόποννεράκι
παθάνωπαθαίνω
ποτίζ’νεποτίζουν, δίνουν σε κπ να πιει
πρέπ’ταιριάζει/ω
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ταπιέτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
Μα το τσιγάρον ντο κρατώ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost