.
.
Ση παλαιών τη στράταν

’Κατήβασες με σο τεμέλ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
’Κατήβασες με σο τεμέλ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
’Κατήβασες με σο τεμέλ’,
τ’ οσπίτι μ’ επερδάντσες
Όλιον το βίο μ’ έφαες,
εμέναν πάλ’ ορφάντσες

Σον ουρανόν χρωστώ την ψ̌η μ’,
σον Άδην το κορμόπο μ’
Σ’ εσέν την κόρ’ πα ντό χρωστώ
και τυρα̤ννί͜εις το ψ̌όπο μ’;

Τα στράτας ι-σ’ πολλά μακρά,
τα γόνατα μ’ ’κι τσ̌ίζω
Θα πάω και θα έρχουμαι,
το καρδόπο σ’ θα χτίζω

Ν’ αηλί εμέν π’ εγέρασα,
σα δέντρα επεκούμπ’σα
Κι ατά πα -ν- ελυπέθανε,
τα φύλλα τουν ερρούξαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ατάαυτά
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
εγέρασαγέρασα
ελυπέθανελυπήθηκαν
επεκούμπ’σαακούμπησα, στηρίχθηκα
επερδάντσεςέβγαλες την σκεπή του μτφ. το διέλυσες από+ ρδανίν ή δρανίν
ερρούξανέπεσαν
έρχουμαιέρχομαι
έφαεςέφαγες
καρδόποκαρδούλα
’κατήβασες(εκατήβασες) κατέβασες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορμόποκορμάκι
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιονόλο, ολόκληρο
ορφάντσεςάφησες ορφανό
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πάλ’πάλι, ξανά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τεμέλ’θεμέλιο
τουντους
τσ̌ίζωλυπάμαι, συμπονώ σίζω
τυρα̤ννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ψ̌ηψυχή
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ατάαυτά
βίοτο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
εγέρασαγέρασα
ελυπέθανελυπήθηκαν
επεκούμπ’σαακούμπησα, στηρίχθηκα
επερδάντσεςέβγαλες την σκεπή του μτφ. το διέλυσες από+ ρδανίν ή δρανίν
ερρούξανέπεσαν
έρχουμαιέρχομαι
έφαεςέφαγες
καρδόποκαρδούλα
’κατήβασες(εκατήβασες) κατέβασες
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορμόποκορμάκι
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
όλιονόλο, ολόκληρο
ορφάντσεςάφησες ορφανό
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
παπάλι, επίσης, ακόμα
πάλ’πάλι, ξανά
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
τεμέλ’θεμέλιο
τουντους
τσ̌ίζωλυπάμαι, συμπονώ σίζω
τυρα̤ννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
ψ̌ηψυχή
ψ̌όποψυχούλα
’Κατήβασες με σο τεμέλ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost