.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Άλλο ’κ’ εμπαίνω σην περι͜άν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Άλλο ’κ’ εμπαίνω σην περι͜άν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Άλλο ’κ’ εμπαίνω σην περι͜άν
και ’κι περιλαεύω
Ατού σο περολίθαρον
’κι κάθουμαι κι αλμέω

Άλλο ’κι πάω σον παρχάρ’,
άλλο ’κι παρχαρεύω
Άλλο ’κι λέω και γελώ,
άλλο ’κι μασχαρεύω

Όντες (θ’) επέγ’νες σον παρχάρ’
εμέν γιατί ’κ’ ελάλ’νες;
Καλά ντου ’κ’ έρθα μετ’ εσέν
τ’ εμ’σόν την ψ̌η μ’ θ’ εβγάλλ’νες

Παρχάρ’ αέρα εφύσεσεν
κάποθεν στέρι͜α-στέρι͜α
Τρυγόνα μ’, τα φιλέματα σ’
γλυκέα κι άμον μέλια

Να ποδεδίζω τον παρχάρ’
με τα ψηλά τ’ ελάτι͜α
Ατά εμάς αρ’ έκρυφταν
ας ση κοσμί’ τ’ ομμάτι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλμέωαρμέγω
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
εβγάλλ’νεςέβγαζες
έκρυφτανέκρυβαν
ελάλ’νεςέβγαζες λαλιά, καλούσες, αποκαλούσες, προσκαλούσες, οδηγούσες
ελάτι͜αέλατα
εμπαίνωμπαίνω
εμ’σόνμισό/ή
επέγ’νεςπήγαινες
έρθαήρθα
εφύσεσενφύσηξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάποθεναπό κάπου
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ντουότι, που, αυτό/ά που
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρεύωπαραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
περι͜άνιδιαίτερο μέρος θερινής νομής όπου αρμέγουν τα ζώα
περιλαεύωαρμέγω τα ζώα
περολίθαρονπέτρα ή σκαμνί όπου κάθονται να αρμέξουν τα ζώα
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
στέρι͜αακλόνητα, σταθερά, σιγά, αργά και καθαρά
στέρι͜α-στέρι͜ασταθερά, σιγά-σιγά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φιλέματαφιλιά
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλμέωαρμέγω
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατάαυτά
ατούεκεί (σε τόπο ή σημείο που βρίσκεται σε κάποιο απόσταση)
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
εβγάλλ’νεςέβγαζες
έκρυφτανέκρυβαν
ελάλ’νεςέβγαζες λαλιά, καλούσες, αποκαλούσες, προσκαλούσες, οδηγούσες
ελάτι͜αέλατα
εμπαίνωμπαίνω
εμ’σόνμισό/ή
επέγ’νεςπήγαινες
έρθαήρθα
εφύσεσενφύσηξε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάποθεναπό κάπου
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
μασχαρεύωαστειεύομαι, διακωμωδώ maskara/masḫara
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
ντουότι, που, αυτό/ά που
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρεύωπαραθερίζω σε θερινό βοσκότοπο (παρχάρι)
περι͜άνιδιαίτερο μέρος θερινής νομής όπου αρμέγουν τα ζώα
περιλαεύωαρμέγω τα ζώα
περολίθαρονπέτρα ή σκαμνί όπου κάθονται να αρμέξουν τα ζώα
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
στέρι͜αακλόνητα, σταθερά, σιγά, αργά και καθαρά
στέρι͜α-στέρι͜ασταθερά, σιγά-σιγά
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φιλέματαφιλιά
ψ̌ηψυχή
Άλλο ’κ’ εμπαίνω σην περι͜άν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost