.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Απάν’ σα ποδαρέας ι-σ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Απάν’ σα ποδαρέας ι-σ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Πουλόπο μ’, ντ’ άγνα έτρεχα
και ντ’ άγνα εληγόρ’να
’Κείνον το βράδον έγρασα
τα τσ̌αρούχ̌ι͜α ντ’ εφόρ’να

Απάν’ σα ποδαρέας ι-σ’,
πουλί μ’, θα πάω χάμαι
Κανείς πα μ’ εγροικούν ατο
το σεβταλούκ’ ντ’ ευτάμε

Είπα σε το τερτόπο μου,
αρ’ είπα σε το χάλι μ’
Πας̌ κι είπα σε έπαρ’ το νου μ’,
τ’ αχούλ’ ας σο κιφάλι μ’

Αούτ’ ο κόσμον ψεύτικον
να έτον αλλομίαν
Τρυγόνι μ’, θ’ αποθάνομε
έλα ας φιλούμε μίαν

Αβτζ̌ής και κυνηγός είμαι,
’πιδι͜αβαίνω ρακάνι͜α
Εντάμωσα τ’ αρνόπο μου
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνια

Κατήβα σο Διπόταμον,
τέρεν πώς πάει το ρέμαν
Εμέναν επαλάλωσεν,
αφορισμένον αίμα
Θα ρούζω και φουρκίουμαι,
αφορισμένον αίμα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αβτζ̌ήςκυνηγός avcı
αλλομίανάλλη μια φορά
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αποθάνομεπεθαίνουμε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
αχούλ’μυαλό akıl/ʿaḳl
βράδονβράδυ
έγρασαέφθαρα, έλιωσα γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εγροικούνκαταλαβαίνουν
επαλάλωσεντρέλανε
έπαρ’(προστ.) πάρε
έτονήταν
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
εφόρ’ναφορούσα
κατήβα(προστ.) κατέβα
κιφάλικεφάλι
μίανμια φορά
ντ’ άγνατι περίεργα; τι αλλόκοτα; τι αξιοθαύμαστα;
ορμάνιαδάση orman
παπάλι, επίσης, ακόμα
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
’πιδι͜αβαίνω(απιδι͜αβαίνω) φεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
ποδαρέαςπατημασιές, χνάρια
πουλόποπουλάκι
ρακάνι͜αγήλοφοι
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σεβταλούκ’έρωτας sevdalık
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τερτόποκαημό, βάσανο, στενοχώρια dert + -όπον (υποκορ.)
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φουρκίουμαιπνίγομαι
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αβτζ̌ήςκυνηγός avcı
αλλομίανάλλη μια φορά
αούτ’αυτός/ή/ό/ά
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αποθάνομεπεθαίνουμε
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
αχούλ’μυαλό akıl/ʿaḳl
βράδονβράδυ
έγρασαέφθαρα, έλιωσα γράνω/γραίνω (=ροκανίζω, κατατρώγω)
εγροικούνκαταλαβαίνουν
επαλάλωσεντρέλανε
έπαρ’(προστ.) πάρε
έτονήταν
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
εφόρ’ναφορούσα
κατήβα(προστ.) κατέβα
κιφάλικεφάλι
μίανμια φορά
ντ’ άγνατι περίεργα; τι αλλόκοτα; τι αξιοθαύμαστα;
ορμάνιαδάση orman
παπάλι, επίσης, ακόμα
πας̌μήπως, μπας και, είναι δυνατόν, μην τύχει (και) μήν πᾶς
’πιδι͜αβαίνω(απιδι͜αβαίνω) φεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
ποδαρέαςπατημασιές, χνάρια
πουλόποπουλάκι
ρακάνι͜αγήλοφοι
ρούζωπέφτω, ρίπτω
σεβταλούκ’έρωτας sevdalık
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τερτόποκαημό, βάσανο, στενοχώρια dert + -όπον (υποκορ.)
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φουρκίουμαιπνίγομαι
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
Απάν’ σα ποδαρέας ι-σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost