.
.
Ση παλαιών τη στράταν

Μακρύν καϊτέν/Γουρπάν’ σ’ Αε-Χαράλαμπε

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Μακρύν καϊτέν/Γουρπάν’ σ’ Αε-Χαράλαμπε
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ομάλι͜α, ομαλίστε με,
παΐρι͜α, κα’ ελάτε
Φέρ’τε με σο μικρόν τ’ αρνί μ’
και σο καλόν δεβάτε

♫

Γουρπάν’ -τ- σ’, Αε-Χαράλαμπε,
σο Σογανέν¹ που είσαι
Δι͜αβαίν’νε οι ’κοδέσπαινες
και μαναχός πώς είσαι;

Εγώ όντες τραγωδώ
όλα ’γνεφούν και σ’κούνταν
Ασ̌κέπαγ̆οι, αζώναροι
εμέναν αφουκρούνταν
Αζώναροι, ασ̌κέπαγ̆οι
εμέναν αφουκρούνταν

Ερχίνεσεν να ψιχαλίζ’
και να ξεροχ̌ι͜ονίζει
Νασάν που έν’ σ’ εγκαλιόπο σ’,
πουλί μ’, και ρωθωνίζει

Τα τσ̌άπουλας σα ποδάρι͜α μ’,
σα γόνατα μ’ τα μέστι͜α
Νασάν εκείνον που θα δει
μετ’ εσέν εμπονέστι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ασ̌κέπαγ̆οιασκέπαστοι, μη επαρκώς ντυμένοι
αφουκρούνταναφουγκράζονται
’γνεφούνξυπνούν
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δεβάτεπηγαίνετε
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμπονέστι͜ατελευταία μέρα πριν την έναρξη της Σαρακοστής, έθιμο της Αποκριάς κατά το οποίο γινόταν μεγάλο φαγοπότι εμβαίνω εις την νηστείαν
έν’είναι
ερχίνεσενάρχισε
κα’κάτω
’κοδέσπαινεςοικοδέσποινες
μαναχόςμοναχός, μόνος
μέστι͜αείδος δερμάτινων ευκολοφόρετων παπουτσιών χωρίς τακούνι, με μαλακή και εύκαμπτη σόλα, γνωστά για το απλό σχεδιασμό τους mest/mesḥ
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ομάλι͜α(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
όντεςόταν
παΐρι͜απλαγιές βουνού, κατωφέρειες bayır
ποδάρι͜απόδια
ρωθωνίζειροχαλίζει
σ’κούντανσηκώνονται
τραγωδώτραγουδάω
τσ̌άπουλαςανδρικά υποδήματα çapul
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ασ̌κέπαγ̆οιασκέπαστοι, μη επαρκώς ντυμένοι
αφουκρούνταναφουγκράζονται
’γνεφούνξυπνούν
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δεβάτεπηγαίνετε
δι͜αβαίν’νε(για τόπο) περνούν, διασχίζουν, (για χρόνο) περνούν (γενικότερα) περνούν, παύουν, τελειώνουν διαβαίνω
εγκαλιόποαγκαλίτσα
εμπονέστι͜ατελευταία μέρα πριν την έναρξη της Σαρακοστής, έθιμο της Αποκριάς κατά το οποίο γινόταν μεγάλο φαγοπότι εμβαίνω εις την νηστείαν
έν’είναι
ερχίνεσενάρχισε
κα’κάτω
’κοδέσπαινεςοικοδέσποινες
μαναχόςμοναχός, μόνος
μέστι͜αείδος δερμάτινων ευκολοφόρετων παπουτσιών χωρίς τακούνι, με μαλακή και εύκαμπτη σόλα, γνωστά για το απλό σχεδιασμό τους mest/mesḥ
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
ομάλι͜α(επιρρ.) ομαλά, ευθεία, πεδιάδες, ίσια
όντεςόταν
παΐρι͜απλαγιές βουνού, κατωφέρειες bayır
ποδάρι͜απόδια
ρωθωνίζειροχαλίζει
σ’κούντανσηκώνονται
τραγωδώτραγουδάω
τσ̌άπουλαςανδρικά υποδήματα çapul
Μακρύν καϊτέν/Γουρπάν’ σ’ Αε-Χαράλαμπε
Σημειώσεις
¹ Ένα από τα τρία παρχάρια της Άγουρσας της Ματσούκας (πιθ. εκ του soğan=κρεμμύδι, γιατί ήταν περιοχή με φυτείες κρεμμυδιών)

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost