.
.
Συζεξία

Ξενιτεία αφορισμένον

Ξενιτεία αφορισμένον
fullscreen
Ξενιτεία, αφορισμένον
νεοντάδες παίρτς
Κομπώντς ατ’ς με τα παράδες
κι άλλο οπίσ’ ’κι φέρτς

Άμον τα νερά τα κρύα
φεύ’νε μ’ όνερα¹
και αφήν’νε οπίσ’ αδέλφι͜α
φίλτς και γονι͜ακά
με δάκρυ͜α κι αροθυμίαν
και τέρτι͜α πολλά

Θεέ μ’, φώτ’σον ντο κυβερνούνε,
λάχ̌’ χάται η γερὰ
και πατρίδας τσ̌ιτσ̌εκόπα
να μ’ ανθούν μακρά

Θεέ μ’, για άλλαξον την τύχην
Εσύ επορείς
σον τόπον ντο εγεννέθαν
να κλώσκουν οπίσ’
σην Ελλάδαν η ελπίδα
να τσατσοφωτίζ’
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άλλαξον(προστ.) άλλαξε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αροθυμίαννοσταλγία
ατ’ςαυτής, της
αφήν’νεαφήνουν
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
γερὰπληγή, τραύμα yara
γονι͜ακάγονείς
εγεννέθανγεννήθηκαν
επορείςμπορείς
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουνγυρίζουν, επιστρέφουν
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
λάχ̌’είθε, μακάρι, μήπως και (με την ελπίδα να συμβεί)
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
νεοντάδεςνέους, νεαρούς
όνερα(ορθ. ονέρ’τα) όνειρα
οπίσ’πίσω
παίρτςπαίρνεις
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσατσοφωτίζ’αχνοφέγγει (για το πρώτο φως της αυγής)
τσ̌ιτσ̌εκόπαλουλουδάκια çiçek
φέρτςφέρεις, φέρνεις
φεύ’νεφεύγουν
φίλτςφίλους
φώτ’σον(προστ.) φώτισε, βάπτισε
χάταιχάνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άλλαξον(προστ.) άλλαξε
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αροθυμίαννοσταλγία
ατ’ςαυτής, της
αφήν’νεαφήνουν
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
γερὰπληγή, τραύμα yara
γονι͜ακάγονείς
εγεννέθανγεννήθηκαν
επορείςμπορείς
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλώσκουνγυρίζουν, επιστρέφουν
κομπώντςεξαπατάς, ξεγελάς, μτφ. σαγηνεύεις κομβόω
λάχ̌’είθε, μακάρι, μήπως και (με την ελπίδα να συμβεί)
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
νεοντάδεςνέους, νεαρούς
όνερα(ορθ. ονέρ’τα) όνειρα
οπίσ’πίσω
παίρτςπαίρνεις
παράδεςλεφτά, χρήματα para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσατσοφωτίζ’αχνοφέγγει (για το πρώτο φως της αυγής)
τσ̌ιτσ̌εκόπαλουλουδάκια çiçek
φέρτςφέρεις, φέρνεις
φεύ’νεφεύγουν
φίλτςφίλους
φώτ’σον(προστ.) φώτισε, βάπτισε
χάταιχάνεται
Ξενιτεία αφορισμένον
Σημειώσεις
¹ Ορθ. χρήση του «ονέρ’τα» στην ποντιακή

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost