.
.
Το κατενόν η εγάπ’

Του ήλ’ η θεγατέρα

Του ήλ’ η θεγατέρα
fullscreen
[Αμάν!] Και του ήλ’ η θαγατέρα,
κορτσόπον, εσύ!
Καίγουμαι απέσ’ σ’ άψιμο σ’
Ωχ! Εμέν ν’ αηλί!

[Αμάν!] Και του ήλ’ η θαγατέρα
ένοιξεν γεράν
Για τ’ ατέν ντο έσυρα,
μάνα, είν’ πολλά!

[Αμάν!] Και του ήλ’ η θαγατέρα
ετυράνντσεν με
Έφαεν το καρδόπο μ’
και -ν- εμάντσεν με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απέσ’μέσα
ατέναυτήν
άψιμοφωτιά
γεράνπληγή, τραύμα yara
είν’(για πληθ.) είναι
εμάντσενμαύρισε/μουντζούρωσε από την καπνιά, κατέστρεψε, κατέκαψε μέχρι καπνιάς
ένοιξενάνοιξε
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
ετυράνντσεντυράννησε, ταλαιπώρησε
έφαενέφαγε
ήλ’ήλιου
θαγατέρακόρη, θυγατέρα
καίγουμαικαίομαι
καρδόποκαρδούλα
κορτσόπονκοριτσάκι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απέσ’μέσα
ατέναυτήν
άψιμοφωτιά
γεράνπληγή, τραύμα yara
είν’(για πληθ.) είναι
εμάντσενμαύρισε/μουντζούρωσε από την καπνιά, κατέστρεψε, κατέκαψε μέχρι καπνιάς
ένοιξενάνοιξε
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
ετυράνντσεντυράννησε, ταλαιπώρησε
έφαενέφαγε
ήλ’ήλιου
θαγατέρακόρη, θυγατέρα
καίγουμαικαίομαι
καρδόποκαρδούλα
κορτσόπονκοριτσάκι
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
Του ήλ’ η θεγατέρα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost