.
.
Δημώδη Άσματα του Πόντου στο Παρακάθ’

Ελενίτσα μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ελενίτσα μ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έλα να ποδεδίζω σε -ν, [Ελένε μ’]
μετ’ εμέν έλα-έλα [Ελενίτσα μ’!]
Σα μὲσα σ’ να τυλίγουμαι [Ελένε μ’]
εσύ τέρ’ με και γέλα [Ελενίτσα μ’!]

Εσέν όντες εγάπεσα [Ελένε μ’]
ας λέγω σε πώς έτον [Ελενίτσα μ’!]
Απάν’ σην πόρταν έστεκες, [Ελένε μ’]
η ημέρα έξεργος έτον [Ελενίτσα μ’!]

Απέσ’ σο κεμεντζ̌όπο μου, [Ελένε μ’]
τρυγόνι μ’, να εχώρ’νες [Ελενίτσα μ’!]
Και τη Λαμπρής τα λώματα [Ελένε μ’]
καθημερ’νά να εφόρ’νες [Ελενίτσα μ’!]

Το πόι σ’ άμον κυπαρίσσ’, [Ελένε μ’]
ντο στέκ’ σ’ Άγ̆ιον Όρος [Ελενίτσα μ’!]
Ενέσπαλες την καλατσ̌ή σ’, [Ελένε μ’]
ενέσπαλες το γέλος [Ελενίτσα μ’!]
Αφορισμένον γένος [Ελενίτσα μ’!]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
γέλοςγέλιο, περίγελος
εγάπεσααγάπησα
ενέσπαλεςξέχασες
έξεργοςαργία
έτονήταν
εφόρ’νεςφορούσες
εχώρ’νεςχωρούσες
καθημερ’νάκαθημερινά
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μὲσα(τα) η μέση
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όντεςόταν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
τέρ’(προστ.) κοίταξε
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τυλίγουμαιτυλίγομαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
απέσ’μέσα
αφορισμένοναφορισμένο, αναθεματισμένο
γέλοςγέλιο, περίγελος
εγάπεσααγάπησα
ενέσπαλεςξέχασες
έξεργοςαργία
έτονήταν
εφόρ’νεςφορούσες
εχώρ’νεςχωρούσες
καθημερ’νάκαθημερινά
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
κεμεντζ̌όπο(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
λώματαρούχα λῶμα/λωμάτιον
μὲσα(τα) η μέση
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
να ποδεδίζωνα χαρώ κπ
όντεςόταν
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
τέρ’(προστ.) κοίταξε
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τυλίγουμαιτυλίγομαι
Ελενίτσα μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost