.
.
Αέρα παρχαρί’

Ση παρχάρ’ το καρδόκαμαν

Ση παρχάρ’ το καρδόκαμαν
fullscreen
Θεέ μ’, απόψ’ ξάι μη χ̌ι͜ονί͜εις,
παράκλησην ευτάγω
Σ̌κεπά͜εις τα ποδαρέας ατ’ς
και ’κ’ επορώ να πάγω

Όντες γριντζών’ ο χ̌ειμωγκόντς
και σύρ’ το χ̌ι͜όν’ βουρέας
Για τ’ εσέν τα κανάτι͜α μου
θ’ ευτάγ’ ατα φωλέας

Σα παρχάρι͜α να έμ’ δεντρόν
ση χαμονής την ώραν
Άλλο μιγκίν να μ’ εύρηκες
να έρχουσ’νε σην εβόρα μ’

Ση παρχάρ’ το καρδόκαμαν
να έμ’ νερόπον κρύον
Σίτ’ έπινες ν’ εβούρτσιζα
σ’ εμπροκάρδι͜α σ’ ολίγον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ατααυτά
ατ’ςαυτής, της
βουρέας(ποσότητα) χούφτες, χουφτιές vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γριντζών’μορφάζει δείχνοντας τα δόντια του, μτφ. (για καιρό) έχει υπερβολικό κρύο
εβόρασκιά, δροσερό μέρος
εβούρτσιζαξεγλιστρούσα, αναφαινόμουν
έμ’ήμουν
εμπροκάρδι͜ατα στήθη, το μέρος έμπροσθεν της καρδιάς
επορώμπορώ
έρχουσ’νεερχόσουν
εύρηκεςέβρισκες
ευτάγ’κάνω/ει, φτιάχνω/ει εὐθειάζω
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανάτι͜αφτερά kanat
καρδόκαμανκάψα, υπερβολική δίψα
μιγκίνπιθανός τρόπος, δυνατότητα mümkün/mumkin
νερόποννεράκι
ξάικαθόλου
ολίγονλίγο
όντεςόταν
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ποδαρέαςπατημασιές, χνάρια
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ̌κεπά͜ειςσκεπάζεις
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
φωλέας(ονομ.πληθ.) φωλιές, (γεν. ενικού) φωλιάς
χ̌ειμωγκόντςχειμώνας
χ̌ι͜όν’χιόνι
χαμονήςχαμού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ατααυτά
ατ’ςαυτής, της
βουρέας(ποσότητα) χούφτες, χουφτιές vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γριντζών’μορφάζει δείχνοντας τα δόντια του, μτφ. (για καιρό) έχει υπερβολικό κρύο
εβόρασκιά, δροσερό μέρος
εβούρτσιζαξεγλιστρούσα, αναφαινόμουν
έμ’ήμουν
εμπροκάρδι͜ατα στήθη, το μέρος έμπροσθεν της καρδιάς
επορώμπορώ
έρχουσ’νεερχόσουν
εύρηκεςέβρισκες
ευτάγ’κάνω/ει, φτιάχνω/ει εὐθειάζω
ευτάγωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανάτι͜αφτερά kanat
καρδόκαμανκάψα, υπερβολική δίψα
μιγκίνπιθανός τρόπος, δυνατότητα mümkün/mumkin
νερόποννεράκι
ξάικαθόλου
ολίγονλίγο
όντεςόταν
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ποδαρέαςπατημασιές, χνάρια
σίτ’καθώς, ενώ σόταν<εις όταν
σ̌κεπά͜ειςσκεπάζεις
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
φωλέας(ονομ.πληθ.) φωλιές, (γεν. ενικού) φωλιάς
χ̌ειμωγκόντςχειμώνας
χ̌ι͜όν’χιόνι
χαμονήςχαμού
Ση παρχάρ’ το καρδόκαμαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost