.
.
Ξίφαρον

Σ’ εμέν τα χρόνι͜α τέρτι͜α είν’

Σ’ εμέν τα χρόνι͜α τέρτι͜α είν’
fullscreen
Σ’ εμέν τα χρόνι͜α τέρτι͜α είν’
και βάσανα τα ώρας
Ας σα κοβαλαέματα
κι ας σα λόγια τη χώρας

Η καρδι͜ά πονεμένον έν’
πουλόπο μ’, ντ’ ετσ̌αρτεύτεν
Να αποθάνω και χάμαι
θα λέγ’νε επακλαεύτεν

Αρ’ άλλ’ μετρούνε την παρά
και άλλ’ μετρούν τα πόνι͜α
[Αχ! Και -ν-] Εγώ πα ο καρίπ’ς μετρώ
ντ’ έσυρα αδά σα χρόνι͜α

Εκάτσα και εμέτρεσα
και είπα «’δέν ’κ’ εβγαίνει»
Ατός που θα έρ’ται παίρ’ την ψ̌η μ’
άτσ̌απα ντ’ αναμένει;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατόςαυτός
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
’δέντίποτα
είν’(για πληθ.) είναι
εκάτσακάθισα
εμέτρεσαμέτρησα
έν’είναι
επακλαεύτενεξαφανίστηκε, καθαρίστηκε, σαρώθηκε
έρ’ταιέρχεται
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
ετσ̌αρτεύτενδιασκορπίστηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κοβαλαέματακαταδιώξεις, κυνήγι, ανθρωποκυνηγητό kovalama
λέγ’νελένε
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
παράλεφτά, το χρήμα para/pāre
πόνι͜απόνοι
πουλόποπουλάκι
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌ηψυχή
ώραςώρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αποθάνωπεθαίνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ατόςαυτός
άτσ̌απαάραγε, αναρωτιέμαι acaba/ʿacebā
’δέντίποτα
είν’(για πληθ.) είναι
εκάτσακάθισα
εμέτρεσαμέτρησα
έν’είναι
επακλαεύτενεξαφανίστηκε, καθαρίστηκε, σαρώθηκε
έρ’ταιέρχεται
έσυραέσυρα, τράβηξα, έριξα
ετσ̌αρτεύτενδιασκορπίστηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κοβαλαέματακαταδιώξεις, κυνήγι, ανθρωποκυνηγητό kovalama
λέγ’νελένε
παπάλι, επίσης, ακόμα
παίρ’παίρνω/ει
παράλεφτά, το χρήμα para/pāre
πόνι͜απόνοι
πουλόποπουλάκι
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
χάμαιχάνομαι, μτφ. πεθαίνω
χώραςξένος/η/ο/οι γενικά, οι/το/τα μη οικείο/α, ξενιτειάς
ψ̌ηψυχή
ώραςώρες
Σ’ εμέν τα χρόνι͜α τέρτι͜α είν’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost