.
.
Λόγια από καρδίας

Λόγια από καρδίας

Λόγια από καρδίας
fullscreen
Αν λέν’ σα τερτόπα σ’ ελέπ’ς
τσ’ εγάπης το γραμμένον
Θ’ αφήντς την καρδι͜ά σ’ άφραγον
με τ’ ανοιγάρ’ χαμένον

Αν λέν’ τα δάκρυ͜α ’κχ̌ύουνταν
γεράν σην καρδι͜άν φέρ’νε
Καμίαν που ’κ’ εγάπεσαν
χαπέρ’ απ’ ατά ’κ’ έχ’νε

Αν λέν’ τση σεβντάς η στράταν
αγλήγορα τελείται
Μακρά ας σ’ ομμάτι͜α τη κοσμί’
όσο κι αν έν’, κανείται

Πουλόπο μ’, έναν μετ’ εμέν
κι άλλ’ έναν μετ’ εσέναν
Ούσνα καλομετρώ, ζατί,
όλι͜α σ’ ομμάτι͜α μ’ ξένα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγλήγοραγρήγορα
ανοιγάρ’κλειδί
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατάαυτά
αφήντςαφήνεις
άφραγονάφρακτο/η
γεράνπληγή, τραύμα yara
εγάπεσαναγάπησαν
εγάπηςαγάπης
ελέπ’ςβλέπεις
έν’είναι
έχ’νεέχουνε
ζατίεξάλλου zaten/ẕāten
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κοσμί’κόσμου
’κχ̌ύουντανεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
ούσναμέχρι που, έως ότου
πουλόποπουλάκι
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσητης
φέρ’νεφέρνουν
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγλήγοραγρήγορα
ανοιγάρ’κλειδί
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ατάαυτά
αφήντςαφήνεις
άφραγονάφρακτο/η
γεράνπληγή, τραύμα yara
εγάπεσαναγάπησαν
εγάπηςαγάπης
ελέπ’ςβλέπεις
έν’είναι
έχ’νεέχουνε
ζατίεξάλλου zaten/ẕāten
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καμίανποτέ
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κοσμί’κόσμου
’κχ̌ύουντανεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ομμάτι͜αμάτια
ούσναμέχρι που, έως ότου
πουλόποπουλάκι
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
τελείται(αμτβ.) τελειώνει, εξαντλείται, μτφ. πεθαίνει
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσητης
φέρ’νεφέρνουν
χαπέρ’είδηση, νέο haber/ḫaber
Λόγια από καρδίας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost