.
.
Δημώδη Άσματα του Πόντου στο Παρακάθ’

Πουλί μ’, τα σπαρελόπα σ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Πουλί μ’, τα σπαρελόπα σ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Πουλί μ’, τα σπαρελόπα σου,
αρνί μ’, όντες ελύαν
τα καταρράχτες τ’ ουρανού
εθάρρεσα ενοίαν

Μικρός έμ’νε κι ετράνυνα,
άλλο ’κι μεγαλύνω
Πόσα σπαρέλια έλυσα
κι ακόμα ντο θα λύνω;

Τα τραγωδίας τα καλά
’κι λέει ατά μασ̌ίνα
Έρχουμαι τα μεσάνυχτα,
το σπαλέρ’ σ’ ποίσον σ̌ίνα

Ατό το κουτνίν το σπαλέρ’
γουρπάν’ όθεν κι αν κείται
Ογδόντα χρόνων γέροντα
ευτάει ατόν και νείται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ατάαυτά
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
ελύανλύθηκαν, έλιωσαν
έμ’νεήμουν
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
έρχουμαιέρχομαι
ετράνυναμεγάλωσα, ανέθρεψα τρανόω-ῶ
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουτνίνείδος χοντρού, στενού υφάσματος υφασμένου από βαμβάκι ή από βαμβάκι αναμεμειγμένο με μετάξι kutnu/ḳuṭnī<qutn (قُطْن)=βαμβάκι
μασ̌ίναγενικά η μηχανή/το μηχάνημα, αυτοκίνητο ή τρένο ή τρακτέρ машина/μηχανή
μεγαλύνωμεγαλώνω
νείταιανανεώνεται, ξανανιώνει
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όντεςόταν
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σ̌ίναθηλιά
σπαλέρ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρέλιαμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελόπαμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τραγωδίαςτραγούδια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ατάαυτά
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
ελύανλύθηκαν, έλιωσαν
έμ’νεήμουν
ενοίαν(αμετάβ.) άνοιξαν
έρχουμαιέρχομαι
ετράνυναμεγάλωσα, ανέθρεψα τρανόω-ῶ
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
κείταικείτεται, ξαπλώνει
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κουτνίνείδος χοντρού, στενού υφάσματος υφασμένου από βαμβάκι ή από βαμβάκι αναμεμειγμένο με μετάξι kutnu/ḳuṭnī<qutn (قُطْن)=βαμβάκι
μασ̌ίναγενικά η μηχανή/το μηχάνημα, αυτοκίνητο ή τρένο ή τρακτέρ машина/μηχανή
μεγαλύνωμεγαλώνω
νείταιανανεώνεται, ξανανιώνει
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
όντεςόταν
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
σ̌ίναθηλιά
σπαλέρ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρέλιαμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπαρελόπαμέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τραγωδίαςτραγούδια
Πουλί μ’, τα σπαρελόπα σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost