.
.
Λόγια από καρδίας

Κόρ’, θα παίρω σε

Κόρ’, θα παίρω σε
fullscreen
Σον παρχάρ’ μίαν πάω,
ήντι͜αν θέλτς να ευτάω
Κομμενόχρονον!
Σο τσ̌ατάλ’ ντο ευρέθα
μαναχόν ’κ’ εκανέθα
Αναμένω σε!

Σωρεύω λεφτοκάρυ͜α
σ’ έρημα τα παρχάρι͜α
Κομμενόχρονον!
Να φάζω σε, σ̌εκέρι μ’,
εσύ είσαι το ταίρι μ’
Ποδεδίζω σε!

Σου παρχάρ’ την εβόραν
’κι θ’ ελέπ’ μας η χώρα
Κομμενόχρονον!
Δείξον με τ’ ερημίας
κι ας κείμαι σα ψ̌ήα σ’
Ανταμώνομε!

Έλα, μικρόν, τσ̌εχέλ’κον
σο γιάνι σ’ για να στέκω
Κομμενόχρονον!
Μαναχόν σην εγκάλι͜α σ’
θα χ̌αίρουμαι τα κάλλι͜α σ’
Κόρ’, θα παίρω σε!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
ανταμώνομεανταμώνουμε
γιάνιπλάι, πλευρό yan
δείξον(προστ.) δείξε
εβόρανσκιά
εγκάλι͜ααγκαλιά
εκανέθαήμουν αρκετός, επάρκεσα για κτ ἱκανόω
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ερημίαςερημιές
ευρέθαβρέθηκα
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάλλι͜ακάλλη
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μίανμια φορά
παίρωπαίρνω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σωρεύωμαζεύω, συγκεντρώνω σωρεύω
τσ̌ατάλ’διχάλα, διχαλωτό, διακλάδωση çatal
τσ̌εχέλ’κονάπειρο, ανώριμο, άβγαλτο cehil/cehl
φάζωταΐζω
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
ανταμώνομεανταμώνουμε
γιάνιπλάι, πλευρό yan
δείξον(προστ.) δείξε
εβόρανσκιά
εγκάλι͜ααγκαλιά
εκανέθαήμουν αρκετός, επάρκεσα για κτ ἱκανόω
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ερημίαςερημιές
ευρέθαβρέθηκα
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
θέλτςθέλεις
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάλλι͜ακάλλη
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
λεφτοκάρυ͜αλεπτοκάρυα, φουντουκιές, φουντούκια λεπτο- + κάρυον
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μίανμια φορά
παίρωπαίρνω
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
σ̌εκέριζάχαρη, γλυκό/ά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σωρεύωμαζεύω, συγκεντρώνω σωρεύω
τσ̌ατάλ’διχάλα, διχαλωτό, διακλάδωση çatal
τσ̌εχέλ’κονάπειρο, ανώριμο, άβγαλτο cehil/cehl
φάζωταΐζω
χ̌αίρουμαιχαίρομαι
χώραοι ξένοι γενικά, οι μη οικείοι, η ξενιτειά
ψ̌ήαψυχές, η περιοχή του στέρνου, τα εσώψυχα
Κόρ’, θα παίρω σε

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost