.
.
Η σεβντά τρανόν πελιάν

Εσύ το κομμενόχρονον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εσύ το κομμενόχρονον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Έναν και μαναχόν είσαι,
εσύ πα να μη έσ’νε [γιαρ]
Άψιμον έκχ̌’σες σην καρδι͜ά μ’
γάλια - γάλια να καί͜εις με [γιαρ]

Έλα, πουλί μ’, γιάβρου μ’, μετ’ εμέν
μη σκοτώνω εγώ εμέν

Εκάγα, μάνα, εκάγα,
εκάγα ας σο πιπέρι [γιαρ]
Ν’ αηλί εκείνον π’ αγαπά
και ’κ’ επορεί να παίρει [γιαρ]

Έλα, πουλί μ’, γιάβρου μ’, μετ’ εμέν
μη σκοτώνω εγώ εμέν

Έλα, έλα σ’ εμέτερα,
έλα σ’ εμετερίων [γιαρ]
Εσύ τ’ εμόν κι εγώ τ’ εσόν,
ας σ’ όλιων το καλλίον [γιαρ]

Έλα, πουλί μ’, γιάβρου μ’, μετ’ εμέν
μη σκοτώνω εγώ εμέν

Εσύ το κομμενόχρονον
και το καταραμένον [γιαρ]
Φέρεν ’κχ̌ύσον κρύον νερόν
σην καρδι͜ά μ’ το καμένον [γιαρ]

Έλα, πουλί μ’, γιάβρου μ’, μετ’ εμέν
μη σκοτώνω εγώ εμέν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άψιμονφωτιά
γάλιασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εκάγακάηκα
έκχ̌’σεςεξέχυσες, έχυσες, εξέβαλες εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμετερίωνδικών μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επορείμπορεί
έσ’νεήσουν
εσόνδικός/ή/ό σου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
’κχ̌ύσον(προστ.) έκχυσε, χύσε, έκβαλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
φέρεν(προστ.) φέρε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
άψιμονφωτιά
γάλιασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
εκάγακάηκα
έκχ̌’σεςεξέχυσες, έχυσες, εξέβαλες εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
εμετερίωνδικών μας ἡμέτερος
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
επορείμπορεί
έσ’νεήσουν
εσόνδικός/ή/ό σου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
’κχ̌ύσον(προστ.) έκχυσε, χύσε, έκβαλε εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παπάλι, επίσης, ακόμα
φέρεν(προστ.) φέρε
Εσύ το κομμενόχρονον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost