.
.
Η σεβντά τρανόν πελιάν

Τσ̌αζού, τσ̌αρτομάϊσσα

Τσ̌αζού, τσ̌αρτομάϊσσα
fullscreen
Ποδεδίζω σε -ν-, κορίτσ’,
θαρρείς πάντα θα έ͜εις με
Κανείται ντ’ εποίκες με -ν-
γάλια - γάλια να καί͜εις με

Τσ̌αζού, τσ̌αρτομάισσα,
πώς να ανασπάλω σε;
Κοσμογυρισμέντσα,
πώς θ’ απιδι͜αβαίνω σε;

Η καρδι͜ά μ’ ’τσ̌ουρούεψεν
ας σα πόνια τα πολλά
’Κι θα γουρταρεύ’νε με -ν-
τη κοσμί’ τα γιατρικά

Τσ̌αζού, τσ̌αρτομάισσα,
πώς να ανασπάλω σε;
Κοσμογυρισμέντσα,
πώς θ’ απιδι͜αβαίνω σε;

Ερρούξα, ξαν ερρούξα
σα βρούλας ανούνιχτα
Μαναχόν εσέν θέλω
κι ’α λέγω πουσ̌τουριχτά

Τσ̌αζού, τσ̌αρτομάισσα,
πώς θα ανασπάλω σε;
Κοσμογυρισμέντσα,
πώς θ’ απιδι͜αβαίνω σε;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
’αθα
ανασπάλωξεχάσω
ανούνιχταχωρίς σκέψη, απερίσκεπτα
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βρούλας(τη) φλόγας, (τα) φλόγες brûler
γάλιασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
γουρταρεύ’νεγλυτώνουν κτ/κπ από, διασώζουν kurtarmak
έ͜ειςέχεις
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ερρούξαέπεσα
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
κοσμογυρισμέντσακοσμογυρισμένη
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ξανπάλι, ξανά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πουσ̌τουριχτάψιθυριστά
τσ̌αζούμάγισσα, δόλια γυναίκα, ανακατώστρα cazû (οθωμ.περιόδου)<cadı/cādū
τσ̌αρτομάισσαάσχημη μάγισσα, μτφ. στρίγγλα, κακοποιά γυναίκα
’τσ̌ουρούεψεν(ετσ̌ουρούεψεν) σάπισε, αποσυντέθηκε, φθάρθηκε çürümek
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
’αθα
ανασπάλωξεχάσω
ανούνιχταχωρίς σκέψη, απερίσκεπτα
απιδι͜αβαίνωφεύγω, αφήνω πίσω, προσπερνώ, ξεπερνώ από + διαβαίνω
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βρούλας(τη) φλόγας, (τα) φλόγες brûler
γάλιασιγά, αργά αγαληνός < γαληνός
γουρταρεύ’νεγλυτώνουν κτ/κπ από, διασώζουν kurtarmak
έ͜ειςέχεις
εποίκεςέκανες, έφτιαξες ποιέω-ῶ
ερρούξαέπεσα
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
κοσμογυρισμέντσακοσμογυρισμένη
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
ξανπάλι, ξανά
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πουσ̌τουριχτάψιθυριστά
τσ̌αζούμάγισσα, δόλια γυναίκα, ανακατώστρα cazû (οθωμ.περιόδου)<cadı/cādū
τσ̌αρτομάισσαάσχημη μάγισσα, μτφ. στρίγγλα, κακοποιά γυναίκα
’τσ̌ουρούεψεν(ετσ̌ουρούεψεν) σάπισε, αποσυντέθηκε, φθάρθηκε çürümek
Τσ̌αζού, τσ̌αρτομάϊσσα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost