.
.
Σην πόρτα μ’ αηδονόπον

Τ’ έναν η εγάπ’

Τ’ έναν η εγάπ’
fullscreen
Το κορίτσ’ ’κι θέλ’ ν’ αντρίζ’
και τα κάλλια τ’ς να χαρίζ’
Αν την ψ̌ην ατ’ς ’κι ρωτά
τίναν θα καλωσορίζ’,
τίναν θα πεγνεύκεται
κι αρχινά και φτιλακίζ’

Το κορίτσ’ ’κι θέλ’ φοτάν
για να φάζ’ τον περισ̌άν’
Θέλ’ τη σεβντάς την καϊτέν
για να τραγωδεί απάν’
Σην εγκαλιάν ατ’ς να εμπαίν’,
να ευτάει ατον γουρπάν’

Το κορίτσ’ ’κι θέλ’ πολλά
εύκαιρα και παλαλά
Θέλ’ μετ’ έναν την εγάπ’
πάντα να χαμογελά,
να φωτάζ’, να τσ̌αρτιλίζ’
κι άλλο μη καρδοπονά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αντρίζ’παντρεύει, παντρεύεται
απάν’πάνω
ατ’ςαυτής, της
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγάπ’αγάπη
εμπαίν’μπαίνει
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
κάλλιακάλλη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
παλαλάτρελά, τρέλες
πεγνεύκεταιαρέσκεται, βρίσκει της αρεσκείας του beğenmek
περισ̌άν’εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή perişan/perīşān
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
τίνανποιον/α
τραγωδείτραγουδάει
τσ̌αρτιλίζ’λάμπει, λαμποκοπάει
φάζ’ταΐζω/ει
φοτάνμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φτιλακίζ’σπαρταρά, πάλλεται γρήγορα
φωτάζ’φωτίζει, λάμπει
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αντρίζ’παντρεύει, παντρεύεται
απάν’πάνω
ατ’ςαυτής, της
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγάπ’αγάπη
εμπαίν’μπαίνει
εύκαιραάδεια, χωρίς περιεχόμενο/νόημα, ανούσια, μτφ. ανοησίες, (ουσ. τα) τα μαλακά μέρη της κοιλίας, βουβώνας
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
κάλλιακάλλη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
παλαλάτρελά, τρέλες
πεγνεύκεταιαρέσκεται, βρίσκει της αρεσκείας του beğenmek
περισ̌άν’εξαθλιωμένo, κακομοίρη, δυστυχή perişan/perīşān
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σεβντάςαγάπης, έρωτα sevda/sevdā
τίνανποιον/α
τραγωδείτραγουδάει
τσ̌αρτιλίζ’λάμπει, λαμποκοπάει
φάζ’ταΐζω/ει
φοτάνμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
φτιλακίζ’σπαρταρά, πάλλεται γρήγορα
φωτάζ’φωτίζει, λάμπει
ψ̌ηνψυχή
Τ’ έναν η εγάπ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost