.
.
Δημώδη Άσματα του Πόντου στο Παρακάθ’

Ρομάνα

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ρομάνα
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ρομάνα επαρχάρευεν
Κουντούρ’ σα Λιβαδία
σου Μίρη και σου Κοβλακά
και σ’ Άσπρα τα Πλακία

Ρομάνα, ξαν ρομάνα
και του παρχαρί’ η μάνα
Τιδέν’ ’κι φοβερίζ’ α̤τεν
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνι͜α

Παρχάρ’, ας έ͜εις τ’ αμάραντα σ’,
ας έ͜εις τα μανουσ̌άκια σ’
Ας έ͜εις τα κρύα τα νερά σ’
και τα πεγαδομμάτι͜α σ’

Ρομάνα, ξαν ρομάνα
και του παρχαρί’ η μάνα
Τιδέν’ ’κι φοβερίζ’ α̤τεν
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνι͜α

Η δείσα εκάτσεν σα ραχ̌ι͜ά,
θολούνταν τα παρχάρι͜α
Ρομάνα μ’, άλλο ’κι είδα σε,
έχασα και τ’ ιχνάρι͜α σ’

Ρομάνα, ξαν ρομάνα
και του παρχαρί’ η μάνα
Τιδέν’ ’κι φοβερίζ’ α̤τεν
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνι͜α

Σεράντα χτήνι͜α ωρίαζεν,
σεράντα αλμεγάδι͜α
Άλλα -ν- ατόσα ωρίαζεν
μουσκάρι͜α άμον ζουρκάδι͜α

Ρομάνα, ξαν ρομάνα
και του παρχαρί’ η μάνα
Τιδέν ’κι φοβερίζ’ α̤τεν
απέσ’ σ’ άγρι͜α τ’ ορμάνι͜α
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλμεγάδι͜ατα πρόσφορα για άρμεγμα ζώα
αμάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
α̤τεναυτήν
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έ͜ειςέχεις
εκάτσενκάθισε
επαρχάρευενπαραθερίζε σε ορεινό θερινό βοσκότοπο
ζουρκάδι͜αζαρκάδια
θολούντανθολώνουν
ιχνάρι͜αχνάρια, ίχνη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
Κουντούρ’Φλεβάρη
Λιβαδία(ή Αλβεάδι͜α) θεωρούνταν το καλύτερο παρχάρι όχι μόνον της Κρώμνης, αλλά και όλων των άλλων περιοχών
μανουσ̌άκιαμενεξέδες/βιολέτες մանուշակ (manušak)<manafšak
μουσκάρι͜αμοσχάρια
ξανπάλι, ξανά
ορμάνι͜αδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πεγαδομμάτι͜απηγές νερού
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σεράντασαράντα
τιδέντίποτα
χτήνι͜ααγελάδες
ωρίαζενπρόσεχε, φύλαγε, επέβλεπε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλμεγάδι͜ατα πρόσφορα για άρμεγμα ζώα
αμάραντα(επιστ. Helichrysum stoechas) τα αγριολούλουδα ελίχρυσος ο πολύτιμος
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
α̤τεναυτήν
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έ͜ειςέχεις
εκάτσενκάθισε
επαρχάρευενπαραθερίζε σε ορεινό θερινό βοσκότοπο
ζουρκάδι͜αζαρκάδια
θολούντανθολώνουν
ιχνάρι͜αχνάρια, ίχνη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
Κουντούρ’Φλεβάρη
Λιβαδία(ή Αλβεάδι͜α) θεωρούνταν το καλύτερο παρχάρι όχι μόνον της Κρώμνης, αλλά και όλων των άλλων περιοχών
μανουσ̌άκιαμενεξέδες/βιολέτες մանուշակ (manušak)<manafšak
μουσκάρι͜αμοσχάρια
ξανπάλι, ξανά
ορμάνι͜αδάση orman
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
παρχαρί’θερινού βοσκότοπου (παρχαριού)
παρχάρι͜αορεινοί τόποι θερινής βοσκής
πεγαδομμάτι͜απηγές νερού
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
ρομάναπαρχαρομάνα, γυναίκα επιφορτισμένη με την επιμέλεια των ζώων και άλλες γαλακτοκομικές εργασίες στο παρχάρι (θερινό βοσκοτόπι)
σεράντασαράντα
τιδέντίποτα
χτήνι͜ααγελάδες
ωρίαζενπρόσεχε, φύλαγε, επέβλεπε
Ρομάνα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost