.
.
Κωφά ας έσαν τ’ ωτία μ’

Απέσ’ σ’ άψιμον καίουμαι

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Απέσ’ σ’ άψιμον καίουμαι
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Το σπαρελόπο σ’ κόκκινον,
η φοτά σ’ γερανέον
Ατό το τσ̌αλιμόπο σου
Τούρκον ευτάει Ρωμαίον

Που καλατσ̌εύ’ σε ’κι νυστάζ’,
π’ ελέπ’ σε ’κι κοιμάται
και μετ’ εσέν που πορπατεί
ση χαμονήν πάει χάται

Απέσ’ σ’ άψιμον καίουμαι
η βρούλα πώς σαρεύ’ με!
Τ’ αρνί μ’ τερεί με από μακρά
και ’κ’ έρ’ται κουρταρεύ’ με!

Εσύ το κομμενόχρονον
και το καταραμένον
Κρύον νερόν γιατί ’κι ’κχ̌ύντς
σην καρδι͜ά μ’ το καμένον;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απέσ’μέσα
άψιμονφωτιά
βρούλαφλόγα brûler
γερανέονκυανό, γαλάζιο
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έρ’ταιέρχεται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίουμαικαίγομαι
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
κουρταρεύ’σώνω/ει, διασώζω/ει kurtarmak
’κχ̌ύντςεκχύνεις, χύνεις, εκβάλλεις εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
πορπατείπερπατάει
ρωμαίονρωμιό, έλληνα (χριστιανό υπήκοο της οθωμ. αυτοκρατορίας)
σαρεύ’τυλίγω/ει, περικυκλώνω/ει, εναγκαλίζομαι/εται, μτφ. αρέσει σε sarmak
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τερείκοιτάει
τσ̌αλιμόπο(υποκορ.) επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım + -όπον
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χάταιχάνεται
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απέσ’μέσα
άψιμονφωτιά
βρούλαφλόγα brûler
γερανέονκυανό, γαλάζιο
ελέπ’βλέπει/βλέπω
έρ’ταιέρχεται
ευτάεικάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καίουμαικαίγομαι
καλατσ̌εύ’μιλάω/ει, συνομιλώ/ει, συζητώ/άει keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κομμενόχρονοναυτό που είθε να του κοπούν τα χρόνια
κουρταρεύ’σώνω/ει, διασώζω/ει kurtarmak
’κχ̌ύντςεκχύνεις, χύνεις, εκβάλλεις εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
μακρά(επιρρ.) μακριά, (επιθ.) μακρινά, απομακρυσμένα
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
πορπατείπερπατάει
ρωμαίονρωμιό, έλληνα (χριστιανό υπήκοο της οθωμ. αυτοκρατορίας)
σαρεύ’τυλίγω/ει, περικυκλώνω/ει, εναγκαλίζομαι/εται, μτφ. αρέσει σε sarmak
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
τερείκοιτάει
τσ̌αλιμόπο(υποκορ.) επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım + -όπον
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
χαμονήνχαμό, όλεθρο
χάταιχάνεται
Απέσ’ σ’ άψιμον καίουμαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost