.
.
Ποίον έν’ η πατρίδα μ’;

Τ’ εμέτερον η γενεά

Τ’ εμέτερον η γενεά
fullscreen
Τ’ εμέτερον η γενεά
μαύροι κι άσ̌κεμοι έσαν
Με την εγάπ’ ετράνυναν
και σεβνταλήδες έσαν

Το στούδι μ’ αγαπίεται,
εμέν π’ ελέπ’ με αγρείται
Τ’ οφρύδ’ εκορδυλίασεν,
εκεί κατί τερείτεν;

Απέσ’ σα χ̌ι͜όνι͜α καίουμαι
και σον ήλιον παγώνω
Εμέν Παρχάρ’, ξαν, λέγ’νε με,
όθεν ’κι σπέρτς φυτρώνω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγαπίεταιαγαπιέται
αγρείταιαγριεύεται, καταβάλλεται από ανεξήγητο φόβο
απέσ’μέσα
άσ̌κεμοιάσχημοι
γενεάγενιά
εγάπ’αγάπη
εκορδυλίασενμπερδεύτηκε, έγινε κόμπος μτφ. συνοφρυώθηκε κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
έσανήταν
ετράνυνανμεγάλωσαν, αναθρεύτηκαν τρανόω-ῶ
καίουμαικαίγομαι
κατίγιατί δεν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λέγ’νελένε
ξανπάλι, ξανά
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
οφρύδ’φρύδι
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
σεβνταλήδεςερωτοχτυπημένοι, ερωτευμένοι sevdalı
σπέρτςσπέρνεις
στούδιοστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
τερείτενκοιτάτε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγαπίεταιαγαπιέται
αγρείταιαγριεύεται, καταβάλλεται από ανεξήγητο φόβο
απέσ’μέσα
άσ̌κεμοιάσχημοι
γενεάγενιά
εγάπ’αγάπη
εκορδυλίασενμπερδεύτηκε, έγινε κόμπος μτφ. συνοφρυώθηκε κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμέτερονδικός/ή/ό μου ἡμέτερος
έσανήταν
ετράνυνανμεγάλωσαν, αναθρεύτηκαν τρανόω-ῶ
καίουμαικαίγομαι
κατίγιατί δεν
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λέγ’νελένε
ξανπάλι, ξανά
όθενόπου, οπουδήποτε, σε όποιον
οφρύδ’φρύδι
παρχάρ’ορεινός τόπος θερινής βοσκής
σεβνταλήδεςερωτοχτυπημένοι, ερωτευμένοι sevdalı
σπέρτςσπέρνεις
στούδιοστό, κόκκαλο ὀστοῦν~οστούδιον
τερείτενκοιτάτε
Τ’ εμέτερον η γενεά

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost