.
.
Παναγιώτης Ασλανίδης

Ωχ! Ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί!

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ωχ! Ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί!
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ωχ! Ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί,
σο κιφάλι μ’ κάτ’ λαλεί
Έμορφον που θα φιλεί
πάντα θα παρακαλεί
[Λέγω σε, γιαβρί μ’]

Ωχ! λεμόν’, λεμόν’, λεμόν’,
το πόι σ’ άμον τ’ εμόν
Άγγελος θα ’ίνουμαι,
θα παίρω την ψ̌ην τ’ εσόν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
εσόνδικός/ή/ό σου
’ίνουμαιγίνομαι
κιφάλικεφάλι
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παίρωπαίρνω
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
γιαβρίμωρό, μικρό, παιδί yavru
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
εσόνδικός/ή/ό σου
’ίνουμαιγίνομαι
κιφάλικεφάλι
λαλείβγάζει λαλιά, καλεί, αποκαλεί, προσκαλεί, οδηγεί
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παίρωπαίρνω
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ψ̌ηνψυχή
Ωχ! Ν’ αηλί εμέν, ν’ αηλί!

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost