.
.
Παναγιώτης Ασλανίδης

Εκούρεψαμε τον χορόν

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εκούρεψαμε τον χορόν
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εκούρεψαμε τον χορόν
χορέψτεν τούλα - τούλα
Ν’ αηλί που ’κ’ ευρέθεν αδά
η χ̌έρα η κουτούλα

Εχ! ρίζα μ’, έι! πουλί μ’,
το νόστιμον το τέρεμα σ’
θα σύρ’ και παίρ’ τ’ αχούλι μ’

Χορόν, χορόν, καλόν χορόν
τ’ αρνί μ’ χορεύ’ σο γιάνι μ’
Το χορόν ντο εχόρεψα
επίασεν απάν’ ι-μ’

Εχ! ρίζα μ’, ε! στερέα
για κλώστ’ σ’ εμέν μερέα
Γιά δος μα έναν φίλεμαν
γιά έναν μαχ̌αιρέαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απάν’πάνω
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
γιάείτε, ή ya/yā
γιάνιπλάι, πλευρό yan
δοςδώσε
δος μαδώσε μου
εκούρεψαμεστήσαμε kurmak
επίασενπιάστηκε
ευρέθενβρέθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
κουτούλααυτή που τραβάει τα μαλλιά της, προσφώνηση χήρας γυναίκας
μαχ̌αιρέανμαχαιριά
μερέαμεριά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παίρ’παίρνω/ει
στερέαστήριγμα
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τέρεμαβλέμμα
τούλαήσυχα, φρόνιμα
φίλεμανφιλί
χ̌έραχήρα
χορεύ’χορεύω/ει
χορέψτεν(προστ.) χορέψτε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
απάν’πάνω
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
γιάείτε, ή ya/yā
γιάνιπλάι, πλευρό yan
δοςδώσε
δος μαδώσε μου
εκούρεψαμεστήσαμε kurmak
επίασενπιάστηκε
ευρέθενβρέθηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κλώστ’(προστ.) γύρνα/γύρισε, επέστρεψε
κουτούλααυτή που τραβάει τα μαλλιά της, προσφώνηση χήρας γυναίκας
μαχ̌αιρέανμαχαιριά
μερέαμεριά
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
παίρ’παίρνω/ει
στερέαστήριγμα
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τέρεμαβλέμμα
τούλαήσυχα, φρόνιμα
φίλεμανφιλί
χ̌έραχήρα
χορεύ’χορεύω/ει
χορέψτεν(προστ.) χορέψτε
Εκούρεψαμε τον χορόν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost