.
.
Τα ποντιακά με τον Παναγιώτη Ασλανίδη Νο2

Ένα κορίτσ’ σ’ όρωμάν ατ’ς

Ένα κορίτσ’ σ’ όρωμάν ατ’ς
fullscreen
Ένα κορίτσ’ σ’ όρωμάν ατ’ς
αρ’ είδεν τον τσ̌όπανον
Παρακαλεί τη μάναν ατ’
να ’φτάει ατέ έναν πάλον

Τ’ άλλο το βράδυ προσκαλούν
ατόνα σο τραπέζι
Καλούν κι έναν κεμεντσ̌ετσ̌ή
την κεμεντσ̌έ να παίζει

Αρ’ εθέκαν και το τραπέζ’
λέγ’ν’ ατον «Έλα, φά’» -ι
κι η κουτσ̌ίκα τερεί͜ ατον
ατόν κρυφά - κρυφά -ι

Τσ̌οπάνε μ’, ντό γιοσμάς είσαι;
Νασάν που έ͜ει σε άντρα!
Άφ’ς ατα κι έλα μετ’ εμέν
τα πρόγατα σ’ ’κι χάν’νταν

Κόρ’, πού θ’ αφήνω τα άκλερα;
’Κι ’ίνεται καμίαν
Έλα κι εσύ και σ’ όνερο σ’ 
απάν’ καικά σ’ ορμία
Εσύ έλα και σ’ όνερο σ’
απάν’ καικά σ’ ορμία

Ευτάς το σ̌ελεκόπο σου
σ’ εμέτερα θα πάμε
Θα τρώγομε, θα πίνομε
κι ήντι͜αν θέλουμε ευτάμε

Χόπα! Σ’ έναν ποδάρ’ απάν’! Χοπ!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκλεραάκληρα, φτωχά, δυστυχή, ταλαίπωρα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
ατέαυτή
ατόνααυτόν
ατ’ςαυτής, της
άφ’ς(προστ.) άφησε
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
έ͜ειέχει
εθέκανέθεσαν, τοποθέτησα, έβαλαν
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
’ίνεταιγίνεται
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λέγ’ν’λένε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
όνεροόνειρο
ορμίαρυάκια, ρεματιές
πάλον(ή πάλλον) χορός, χοροεσπερίδα ballo<βαλλίζω (=κουνώ, χορεύω)
πίνομεπίνουμε
ποδάρ’πόδι
πρόγαταπρόβατα
σ̌ελεκόπο(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
τρώγομετρώμε
φά’(προστ.) φάε
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
χόπαχαρωπά, ζωηρά (επιφώνημα χορού) hoppa (ονοματοποιητική λέξη «ήχος παιδιού που πηδά»)
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκλεραάκληρα, φτωχά, δυστυχή, ταλαίπωρα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
ατέαυτή
ατόνααυτόν
ατ’ςαυτής, της
άφ’ς(προστ.) άφησε
γιοσμάςκομψός, λεβέντης νέος yosma
έ͜ειέχει
εθέκανέθεσαν, τοποθέτησα, έβαλαν
εμέτεραδικά μας ἡμέτερος
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ήντι͜ανοτιδήποτε, ό,τι
’ίνεταιγίνεται
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
καμίανποτέ
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λέγ’ν’λένε
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νασάνχαρά σε
όνεροόνειρο
ορμίαρυάκια, ρεματιές
πάλον(ή πάλλον) χορός, χοροεσπερίδα ballo<βαλλίζω (=κουνώ, χορεύω)
πίνομεπίνουμε
ποδάρ’πόδι
πρόγαταπρόβατα
σ̌ελεκόπο(υποκορ.) φορτίο ξύλων ή χόρτων που φέρεται στη ράχη ανθρώπου şelek<շալակ (shalag)=πλάτη, ράχη, μτφ. φορτίο + -όπον
τρώγομετρώμε
φά’(προστ.) φάε
’φτάει(ευτάει) κάνει, φτιάχνει εὐθειάζω
χάν’ντανχάνονται, διώχνονται
χόπαχαρωπά, ζωηρά (επιφώνημα χορού) hoppa (ονοματοποιητική λέξη «ήχος παιδιού που πηδά»)
Ένα κορίτσ’ σ’ όρωμάν ατ’ς

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost