.
.
Πρώτη Ύλη

Απρίλτς κι ο Μάρτ’ς όντες χ̌ι͜ονίζ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Απρίλτς κι ο Μάρτ’ς όντες χ̌ι͜ονίζ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Απρίλτς κι ο Μάρτ’ς όντες χ̌ι͜ονίζ’
και τ’ άνθι͜α ρούζ’νε απ’ έναν
Άμον τσ’ εγάπ’ς την εγκάλιαν
’κι σκουντουλίζ’ κανέναν

Τ’ εμόν λαλαχ̌εμένον
χαμούφταν γινωμένον
Όλια τα πόρτας ανοιχτά
τ’ εσόν έν’ κλειδωμένον

Και με τα τραγωδίας ι-μ’
εσέναν σ̌ολι͜ατεύω
Και με τα φυλλοκάρδι͜α μου
τη σεβτά σ’ τονι͜ατεύω

Τ’ εμόν λαλαχ̌εμένον
χαμούφταν γινωμένον
Όλια τα πόρτας ανοιχτά
τ’ εσόν έν’ κλειδωμένον

Αρνόπο μ’, πώς θα ξημερών’
αν ’κ’ έρ’ται η σκοτία;
Αν έν’ η σεβτά σ’ κοφτερόν,
μαχ̌αίρ’ η μαναχ̌ία

Τ’ εμόν λαλαχ̌εμένον
χαμούφταν γινωμένον
Όλια τα πόρτας ανοιχτά
τ’ εσόν έν’ κλειδωμένον
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνθι͜αάνθη
ΑπρίλτςΑπρίλιος
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γινωμένονγινωμένο, ώριμο
εγάπ’ςαγάπης
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εσόνδικός/ή/ό σου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαλαχ̌εμένονχαΐδεμένο, παραχαϊδεμένο
μαναχ̌ίαμοναξιά
Μάρτ’ςο μήνας Μάρτιος
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
όλιαόλα
όντεςόταν
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ρούζ’νεπέφτουν
σεβτάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σκοτίασκοτάδι
σκουντουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
σ̌ολι͜ατεύωδίνω χαρά, ψυχαγωγώ, μτφ. ζωντανεύω şenlenmek
τονι͜ατεύωδιακοσμώ, στολίζω, (για τραπέζι) στρώνω μεγαλοπρεπώς, καλλωπίζω donatmak
τραγωδίαςτραγούδια
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φυλλοκάρδι͜ατα φύλλα της καρδιάς
χ̌ι͜ονίζ’χιονίζει
χαμούφταναγριοφράουλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άνθι͜αάνθη
ΑπρίλτςΑπρίλιος
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γινωμένονγινωμένο, ώριμο
εγάπ’ςαγάπης
εγκάλιαν(αιτ.) αγκαλιά
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εσόνδικός/ή/ό σου
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαλαχ̌εμένονχαΐδεμένο, παραχαϊδεμένο
μαναχ̌ίαμοναξιά
Μάρτ’ςο μήνας Μάρτιος
μαχ̌αίρ’μαχαίρι
όλιαόλα
όντεςόταν
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
ρούζ’νεπέφτουν
σεβτάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σκοτίασκοτάδι
σκουντουλίζ’ευωδιάζει, μοσχοβολάει
σ̌ολι͜ατεύωδίνω χαρά, ψυχαγωγώ, μτφ. ζωντανεύω şenlenmek
τονι͜ατεύωδιακοσμώ, στολίζω, (για τραπέζι) στρώνω μεγαλοπρεπώς, καλλωπίζω donatmak
τραγωδίαςτραγούδια
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φυλλοκάρδι͜ατα φύλλα της καρδιάς
χ̌ι͜ονίζ’χιονίζει
χαμούφταναγριοφράουλα
Απρίλτς κι ο Μάρτ’ς όντες χ̌ι͜ονίζ’
Σημειώσεις
Το συγκεκριμένο σκοπό τραγουδούσε ο Γιώργος Σταυρόπουλος από το χωριό Διπόταμος Καβάλας. Όντας στενός φίλος του αείμνηστου Γιώργου Αμαραντίδη μοιράστηκε μαζί του τη συγκεκριμένη μελωδία, την οποία και ο ίδιος αργότερα δισκογράφησε στο CD με τίτλο «Ας σον Πόντον σην Ελλάδαν», με ορισμένες μικρές ωστόσο παραλλαγές. 
Στην παρούσα εκτέλεση ο σκοπός αποδίδεται όπως στην εκδοχή του Σταυρόπουλου, η οποία επικρατεί μέχρι και σήμερα στον Διπόταμο Καβάλας.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost