.
.
16 Αντάρτικα Ποντιακά Τραγούδια

Ντό θα ’φτάμε τα παράδας

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Ντό θα ’φτάμε τα παράδας
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Ντό θα ’φτάμε τα παράδας
και το πολλά το βίον;
Το Κάπα-Κάπα-Έψιλον (ΚΚΕ)
ασ’ όλεν το καλλίον

Σούκ’ άν’, σούκ’ άν’, Μεταξά,
κι έβγα ας σο ταφί σ’ αφκά!
Σούκ’ και τέρεν την ΕΟΝ
πώς εέντονε ΕΠΟΝ

Εγώ είμαι ραχ̌όπουλον
ση δείσα μαθεμένον
Σο Κάπα-Κάπα-Έψιλον (ΚΚΕ)
είμαι λογοδοσμένον

Σούκ’ άν’, σούκ’ άν’, Μεταξά,
κι έβγα ας σο ταφί σ’ αφκά!
Σούκ’ και τέρεν την ΕΟΝ
πώς εέντονε ΕΠΟΝ

Μα το Θεόν, μα το Χριστόν,
μα τ’ έναν άεν κι άλλο
Όρκον ευτάω σο ΕΑΜ
κορόναν ’κι θα βάλω

Σούκ’ άν’, σούκ’ άν’, Μεταξά,
κι έβγα ας σο ταφί σ’ αφκά!
Σούκ’ και τέρεν την ΕΟΝ
πώς εέντονε ΕΠΟΝ

Απάν’ σ’ έναν ψηλόν ραχ̌ίν
τσ̌αΐζ’ η κουκουβάγια
Ατέ πα επουγαλεύτεν
και ας σο «γιούπι-γιάγια»¹

Σούκ’ άν’, σούκ’ άν’, Μεταξά,
κι έβγα ας σο ταφί σ’ αφκά!
Σούκ’ και τέρεν την ΕΟΝ
πώς εέντονε ΕΠΟΝ
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άενάγιο
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
απάν’πάνω
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’από
ατέαυτή
αφκάκάτω
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έβγα(προστ.) βγες
εέντονεέγινε
επουγαλεύτενέσκασε, βαρέθηκε, στενοχωρέθηκε bunalmak
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαθεμένονμαθημένη/ο
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
παπάλι, επίσης, ακόμα
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ραχ̌όπουλονπουλί του βουνού/ράχης ραχ̌ίν + πουλίν
σούκ’(προστ.) σήκω
ταφίτάφο
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσ̌αΐζ’φωνάζω/ει, επιπλήττω/ει
’φτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άενάγιο
άν’άνω, πάνω, άνωθεν
απάν’πάνω
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ασ’από
ατέαυτή
αφκάκάτω
βίοντο βιος, το σύνολο των ζωντανών που έχει στην ιδιοκτησία του κάποιος, η περιουσία κάποιου
δείσαομίχλη δεῖσα=υγρασία, λάσπη, βρωμιά
έβγα(προστ.) βγες
εέντονεέγινε
επουγαλεύτενέσκασε, βαρέθηκε, στενοχωρέθηκε bunalmak
ευτάωκάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
καλλίον(επίθ.) καλύτερο, (επίρ.) καλύτερα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαθεμένονμαθημένη/ο
όλενόλη/ο, ολόκληρη/ο
παπάλι, επίσης, ακόμα
παράδαςχρήματα, λεφτά para/pāre
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ίνβουνό, ράχη
ραχ̌όπουλονπουλί του βουνού/ράχης ραχ̌ίν + πουλίν
σούκ’(προστ.) σήκω
ταφίτάφο
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τσ̌αΐζ’φωνάζω/ει, επιπλήττω/ει
’φτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
Ντό θα ’φτάμε τα παράδας
Σημειώσεις
¹ Στους μήνες που ακολουθούν τα Δεκεμβριανά, γυναίκες της Αθήνας συνάπτουν ερωτικές σχέσεις με Άγγλους στρατιωτικούς. Επαναλαμβάνεται δηλαδή μια κατάσταση που είχε πάρει σάρκα και οστά στα χρόνια της φασιστικής Κατοχής με τους Άγγλους ένστολους αυτή τη φορά να παίρνουν τη θέση των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών. Την περίοδο της Κατοχής υπήρξαν περιπτώσεις που γυναίκες που σχετίζονταν με τους κατακτητές διαπομπεύτηκαν δημόσια με στιγματισμό, συνδυασμένο με – ατιμωτικό – κούρεμα.

Το τραγούδι  «Γιούπι γιάγια» ή αλλιώς «Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά» άρχισε να κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα εκείνη την εποχή. Οι ειρωνικοί και σαρκαστικοί στίχοι ντυμένοι με «τη μουσική κάποιου εύθυμου αγγλικού τραγουδιού» θέλουν να σατιρίσουν «τις αγγλόφιλες γυναίκες με τα ίδια τα αγγλικά μέσα έκφρασης»:

Οι γυναίκες που ’χαν πρώτα Γερμανούς
τώρα έχουν Εγγλεζάκια
με κοντά παντελονάκια,
κι από πίσω ένα σύνταγμα Ινδούς.

Γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για,
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για,
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για – για
γιούπι – γιάγια, γιούπι, γιούπι – για.

Πού τα βρήκες, βρε γυναίκα, τα παιδιά;
Το ’να μου φωνάζει «γιες!»,
τ’ άλλο μου φωνάζει «για!»,
και το τρίτο «σι, σι, σι, καλέ μπαμπά!»

Το ’να είναι του Εγγλεζαρά,
τ’ άλλο είναι του Γερμαναρά,
και το τρίτο είναι το δικό μας,
γ… το κέρατό μας, γιούπι, γιούπι – για!»

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost