.
.
Πεγαδί’ στράταν

Αρ’ άκρας και απ’ άκρας

Αρ’ άκρας και απ’ άκρας
fullscreen
Η μάνα σ’ νερομάισσα έτον,
εποίκεν μαϊσσοπούλι
Εποίκε σε παντέμορφον
να σύρτς και παίρτς τ’ αχούλι μ’

Αρ’ άκρας και απ’ άκρας
και στη συνορί’ τα άκρας
Τρυγόνι μ’, γιατί κρύφκεσαι
όντες σπογγί͜εις τα δάκρυ͜α σ’;

Τρυγόνι μ’, αραεύω σε
ση πεγαδί’ τη στράταν
Κι έμαθα πως ευρίεσαι
στη συνορί’ την άκραν

Αρ’ άκρας και απ’ άκρας
και στη συνορί’ τα άκρας
Τρυγόνι μ’, γιατί κρύφκεσαι
όντες σπογγί͜εις τα δάκρυ͜α σ’;

Πουλί μ’, μη τυρι͜αννίεσαι,
’κ’ ιεύ’νε σε τα δάκρυ͜α
Για τ’ εσέν πάω κι έρχουμαι
και ση κοσμί’ την άκραν

Αρ’ άκρας και απ’ άκρας
και στη συνορί’ τα άκρας
Τρυγόνι μ’, γιατί κρύφκεσαι
όντες σπογγί͜εις τα δάκρυ͜α σ’;
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκρανάκρη, αρχή
άκραςάκρης, άκρες (πληθ. τα)
απ’ άκραςμε τη σειρά
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
έρχουμαιέρχομαι
έτονήταν
ευρίεσαιβρίσκεσαι
ιεύ’νεταιριάζουν uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
κρύφκεσαικρύβεσαι
μαϊσσοπούλιπαιδί μάγισσας, μικρή μάγισσα
νερομάισσανερομάγισσα
όντεςόταν
παίρτςπαίρνεις
παντέμορφονπανέμορφο/η
πεγαδί’βρύσης
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
συνορί’συνόρου
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τυρι͜αννίεσαιτυραννιέσαι, ταλαιπωριέσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκρανάκρη, αρχή
άκραςάκρης, άκρες (πληθ. τα)
απ’ άκραςμε τη σειρά
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αραεύωψάχνω, αναζητώ, γυρεύω aramak
αχούλιμυαλό akıl/ʿaḳl
εποίκεέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
εποίκενέκανε, έφτιαξε ποιέω-ῶ
έρχουμαιέρχομαι
έτονήταν
ευρίεσαιβρίσκεσαι
ιεύ’νεταιριάζουν uymak
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κοσμί’κόσμου
κρύφκεσαικρύβεσαι
μαϊσσοπούλιπαιδί μάγισσας, μικρή μάγισσα
νερομάισσανερομάγισσα
όντεςόταν
παίρτςπαίρνεις
παντέμορφονπανέμορφο/η
πεγαδί’βρύσης
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
συνορί’συνόρου
σύρτςσέρνεις, τραβάς, ρίχνεις
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
τυρι͜αννίεσαιτυραννιέσαι, ταλαιπωριέσαι
Αρ’ άκρας και απ’ άκρας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost