.
.
Κιμιγιάν

Κανείς ’κι θέλω να ελέπ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Κανείς ’κι θέλω να ελέπ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Κανείς ’κι θέλω να ελέπ’
τα δάκρυ͜α μ’ όντες κλαίγω
Ατέ -ν- εδώκεν τ’ άψιμον,
εγώ -ν- εμέναν καίγω
 
Ν’ αηλί εμέν τον άχαρον
και ντό πολλά νουνίζω!
Σεπέπ ’ίν’νταν τα κορτσόπα,
’κι πάω κοινωνίζω
 
Ραχ̌ι͜όπον για χαμέλυνον
το έσ̌ι μ’ να ελέπω
κι όλια τσ’ εγάπ’ς τα έμορφα
σο ψ̌όπον ατ’ς να θέκω
 
Ελέπω τ’ ομματόπα σου
τερούνε το κλεψίον
Ισ̌μάρι͜α κρούγ’νε τον καρίπ’,
λέγ’νε «έπαρ’ και φύγον»
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
άψιμονφωτιά
εγάπ’ςαγάπης
εδώκενέδωσε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
έπαρ’(προστ.) πάρε
έσ̌ιταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος
θέκωθέτω, τοποθετώ, βάζω
’ίν’ντανγίνονται
ισ̌μάρι͜ανεύματα, νοήματα işmar/նշմար
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλεψίονκλοπή, κλέψιμο
κορτσόπακοριτσάκια
κρούγ’νεχτυπούνε κρούω
λέγ’νελένε
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νουνίζωσκέφτομαι
όλιαόλα
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜όπονραχούλα, μικρό βουνό
σεπέπαιτία, λόγος, δικαιολογία sebep/sebeb
τερούνεκοιτούν
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φύγον(προστ.) φύγε
χαμέλυνονχαμήλωσε
ψ̌όπονψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ατέαυτή
ατ’ςαυτής, της
άψιμονφωτιά
εγάπ’ςαγάπης
εδώκενέδωσε
ελέπ’βλέπει/βλέπω
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
έπαρ’(προστ.) πάρε
έσ̌ιταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος
θέκωθέτω, τοποθετώ, βάζω
’ίν’ντανγίνονται
ισ̌μάρι͜ανεύματα, νοήματα işmar/նշմար
καρίπ’μοναχικό, ορφανό, εξαθλιωμένο garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλεψίονκλοπή, κλέψιμο
κορτσόπακοριτσάκια
κρούγ’νεχτυπούνε κρούω
λέγ’νελένε
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νουνίζωσκέφτομαι
όλιαόλα
ομματόπαματάκια
όντεςόταν
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ραχ̌ι͜όπονραχούλα, μικρό βουνό
σεπέπαιτία, λόγος, δικαιολογία sebep/sebeb
τερούνεκοιτούν
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φύγον(προστ.) φύγε
χαμέλυνονχαμήλωσε
ψ̌όπονψυχούλα
Κανείς ’κι θέλω να ελέπ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost