.
.
Κιμιγιάν

Εξέβα απάν’ σο Ποζ-Τεπέ

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εξέβα απάν’ σο Ποζ-Τεπέ
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εξέβα απάν’ σο Ποζ-Τεπέ [ν’ αηλί εμέν]
είδα την Τραπεζούνταν 
[ωφ, ωφ, ωφ/έλα -ν-, έλα]
Έμορφοι στέκ’νε σο Μεϊτάν, [ν’ αηλί εμέν]
άσ̌κεμοι ση Δαφνούνταν 
[ωφ, ωφ, ωφ/έλα -ν-, έλα]
 
Εξέβα απάν’ ση Ζερενού [μικρόν αρνί μ’]
και -ν- είδα τα Φοσσία 
[ωφ, ωφ, ωφ/έλα -ν-, έλα]
Εμέντσα σε κι αν ’κ’ έρχεσαι [ασ’χώρετον]
θ’ ευτάμε χωρισίαν 
[ωφ, ωφ, ωφ/έλα -ν-, έλα]
 
Εντώκα τον ανέφορον [ν’ αηλί εμέν]
κι εξέβα σα Καγκέλια 
[ωφ, ωφ, ωφ/έλα -ν-, έλα]
Ατώρα άντζ̌ακ εγροίκ’σα ’το, [κοντόχρονον]
τα λόγι͜α σ’ είν’ βαγγέλια 
[ωφ, ωφ, ωφ/έλα -ν-, έλα]
 
Εξέβα σο Κουλάτ απάν’, [ν’ αηλί εμέν]
έκ’σα πουλί’ λαλίαν 
[ωφ, ωφ, ωφ/έλα -ν-, έλα]
Εθάρρεσα τ’ αρνόπο μ’ έν’ [ν’ αηλί εμέν]
κι εχάρεν η καρδία μ’ 
[ωφ, ωφ, ωφ/έλα -ν-, έλα]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανέφορονανήφορο
άντζ̌ακμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
άσ̌κεμοιάσχημοι
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατώρατώρα
βαγγέλιαευαγγέλια
εγροίκ’σακατάλαβα
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
είν’(για πληθ.) είναι
έκ’σαάκουσα
εμέντσαμήνυσα, διαμήνυσα, παρήγγειλα
έμορφοιόμορφοι/ες
έν’είναι
εντώκαχτύπησα
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
εχάρενχάρηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καγκέλιαελικοειδείς δρόμοι
Κουλάττο όρος Θήχυς στον Πόντο
λαλίανλαλιά, φωνή
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ποζγκρι boz
Ποζ-Τεπέ(κυριολ. Γκρι ή Φαιός Λόφος) το όρος Μίθριο, λόφος που βρίσκεται 3 χλμ ΝΑ της πόλης της Τραπεζούντας Boz Tepe
πουλί’πουλιού
στέκ’νεστέκουν
τεπέκορυφή tepe
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
χωρισίανχωρισμός, αποχωρισμός
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανέφορονανήφορο
άντζ̌ακμόλις που, μετά βίας, τότε μόνο ancak
απάν’πάνω
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
άσ̌κεμοιάσχημοι
ασ’χώρετονασυγχώρητο
ατώρατώρα
βαγγέλιαευαγγέλια
εγροίκ’σακατάλαβα
εθάρρεσαθεώρησα, πίστεψα
είν’(για πληθ.) είναι
έκ’σαάκουσα
εμέντσαμήνυσα, διαμήνυσα, παρήγγειλα
έμορφοιόμορφοι/ες
έν’είναι
εντώκαχτύπησα
εξέβαβγήκα, ανέβηκα, μτφ. προέκυψα
ευτάμεκάνουμε, φτιάχνουμε εὐθειάζω
εχάρενχάρηκε
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καγκέλιαελικοειδείς δρόμοι
Κουλάττο όρος Θήχυς στον Πόντο
λαλίανλαλιά, φωνή
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
ποζγκρι boz
Ποζ-Τεπέ(κυριολ. Γκρι ή Φαιός Λόφος) το όρος Μίθριο, λόφος που βρίσκεται 3 χλμ ΝΑ της πόλης της Τραπεζούντας Boz Tepe
πουλί’πουλιού
στέκ’νεστέκουν
τεπέκορυφή tepe
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
χωρισίανχωρισμός, αποχωρισμός
Εξέβα απάν’ σο Ποζ-Τεπέ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost