.
.
Κιμιγιάν

Κάθκα καρσ̌ί και τέρε με

Κάθκα καρσ̌ί και τέρε με
fullscreen
Κάθκα καρσ̌ί και τέρε με
και λόγον ’δέν μη λες-ι
Άψιμον τ’ ομματόπα σου
ας καίγουμαι εκειαπέσ’-ι [ψ̌η μ’]
 
Το φίλεμαν ντ’ εδέκες με,
πουλόπο μ’, έλα, να ’το!
Άλλο σ’ εμέν κέσ’ μη τερείς
κάποιος εγροικά ’το
 
Η ψ̌η σ’ ευχαριστίεται
άμον ντου τυραννί͜εις με
Ευτάς άμον ντου ’κ’ είδες με,
άμον ντου ’κ’ εγνωρί͜εις με
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άψιμονφωτιά
’δέντίποτα
εγνωρί͜ειςγνωρίζεις
εγροικάκαταλαβαίνει
εδέκεςέδωσες
εκειαπέσ’εκεί μέσα
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθκα(προστ.) κάθισε
καίγουμαικαίομαι
καρσ̌ίαπέναντι, αντικρυστά karşı
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
ντουότι, που, αυτό/ά που
ομματόπαματάκια
πουλόποπουλάκι
τέρε(προστ.) κοίταξε
τερείςκοιτάς
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τυραννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
φίλεμανφιλί
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
άψιμονφωτιά
’δέντίποτα
εγνωρί͜ειςγνωρίζεις
εγροικάκαταλαβαίνει
εδέκεςέδωσες
εκειαπέσ’εκεί μέσα
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθκα(προστ.) κάθισε
καίγουμαικαίομαι
καρσ̌ίαπέναντι, αντικρυστά karşı
κέσ’προς τα εκεί, προς το μέρος εκείνο κέσου<κεῖσ’<κεῖσε<ἐκεῖσε
ντουότι, που, αυτό/ά που
ομματόπαματάκια
πουλόποπουλάκι
τέρε(προστ.) κοίταξε
τερείςκοιτάς
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τυραννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
φίλεμανφιλί
ψ̌ηψυχή
Κάθκα καρσ̌ί και τέρε με

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost