.
.
Κιμιγιάν

Εσύ κορτσόπον έμορφον

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Εσύ κορτσόπον έμορφον
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Εσύ κορτσόπον έμορφον,
τ’ εμόν η κάλη είσαι
Γουρπάν’ σ’ οσπίτ’ ντ’ εμπαίντς κι εβγαίντς,
σο μεσοχάμ’ ντο κείσαι
 
Το παραθύρι σ’ άνοιξον
κι άκ’σον την τραγωδία μ’
Εστά και τέρεν το φαρμάκ’
πώς τρέχ̌’ ας σην καρδία μ’
 
Κορτσόπον, είσαι -ν- έμορφον,
η μαχαλά σ’ τιμά σε
Αρ’ όσον ντ’ αγαπώ σε εγώ,
η μάνα σ’ ’κι αγαπά σε
 
Βάλεν την τάπλαν ζαρωτά
και -ν- έβγα απάν’ σο δώμαν
και πέει με «καλωσόρισες»
με το γλυκύν το στόμαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βάλεν(προστ.) βάλε
γλυκύνγλυκιά/ό
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δώμανδωμάτιο, χωμάτινη επίπεδη στέγη των σπιτιών
έβγα(προστ.) βγες
εβγαίντςβγαίνεις
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
εμπαίντςμπαίνεις
εστά(προστ.) στάσου
ζαρωτάστραβά
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπονκοριτσάκι
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
μεσοχάμ’(ή μεσοχάμιν, από το μέσον+χαμαί=κάτω, επί του εδάφους) αποτελούσε το μοναδικό θερμαινόμενο δωμάτιο του σπιτιού, το καθιστικό, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ο χωνός
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
πέει(προστ.) πες
τάπλανδισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής της Πόντιας γυναίκας που στο επάνω μέρος του έφερε λεπτό στρογγυλό έλασμα ασημένιο ή επίχρυσο. Αυτό το έλασμα είχε επάνω του σχέδια διάφορα αλλά και τύπους νομισμάτων σε διάταξη με μέρος του ενός να καλύπτει μέρος του άλλου tabla/ṭabla
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τραγωδίατραγούδι
τρέχ̌’τρέχει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άκ’σον(προστ.) άκουσε
άνοιξον(προστ.) άνοιξε
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
βάλεν(προστ.) βάλε
γλυκύνγλυκιά/ό
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δώμανδωμάτιο, χωμάτινη επίπεδη στέγη των σπιτιών
έβγα(προστ.) βγες
εβγαίντςβγαίνεις
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφονόμορφο
εμπαίντςμπαίνεις
εστά(προστ.) στάσου
ζαρωτάστραβά
κάληη αγαπητή σύζυγος, η σύζυγος
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπονκοριτσάκι
μαχαλάγειτονιά mahalle/maḥalle
μεσοχάμ’(ή μεσοχάμιν, από το μέσον+χαμαί=κάτω, επί του εδάφους) αποτελούσε το μοναδικό θερμαινόμενο δωμάτιο του σπιτιού, το καθιστικό, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ο χωνός
οσπίτ’σπίτι hospitium<hospes
πέει(προστ.) πες
τάπλανδισκοειδές κάλυμμα της κεφαλής της Πόντιας γυναίκας που στο επάνω μέρος του έφερε λεπτό στρογγυλό έλασμα ασημένιο ή επίχρυσο. Αυτό το έλασμα είχε επάνω του σχέδια διάφορα αλλά και τύπους νομισμάτων σε διάταξη με μέρος του ενός να καλύπτει μέρος του άλλου tabla/ṭabla
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τραγωδίατραγούδι
τρέχ̌’τρέχει
Εσύ κορτσόπον έμορφον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost