.
.
Και πάλι παράδοση

Όντες ελέπω σε να τρέ͜εις

Όντες ελέπω σε να τρέ͜εις
fullscreen
Όντες ελέπω σε να τρέ͜εις
απέσ’ και σα χωράφι͜α,
τα δόντι͜α μ’ ακονώ ατα,
ευτάγ’ ατα ξυράφι͜α

Σο χωράφ’ απέσ’ έστεκα
αρ’ άμον χωμολέας
Ετάραζα κι εράευα
τσ’ εγάπ’ς τα μακελλέας

Γιατί ’κι αφήν’ σε η μάνα σ’
και να φεύ’ς ας σο γιάν’ ατ’ς;
Όντες έτον άμον εσέν
θ’ έτρωεν από ’πάν’ ατ’ς

Όντες έτον άμον εσέν
ορώτ’ ατεν ντ’ εποίν’νεν
Τα παλληκάρι͜α τη χωρί’
ξάι ήσυχα ’κ’ εφήν’νεν

Τ’ ομμάτι͜α σ’ πόζι͜α κι έμορφα,
ζινίχ̌ι͜α πλουμισμένα
και τ’ οφρύδι͜α σ’ καγκελωτά,
θαρρείς ζωγραφισμένα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατααυτά
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
αφήν’αφήνει
γιάν’πλάι, πλευρά yan
εγάπ’ςαγάπης
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
εράευαέψαχνα, γύρευα aramak
ετάραζαανεμείγνυα, ανακάτευα, έμπλεκα
έτονήταν
έτρωενέτρωγε
ευτάγ’κάνω/ει, φτιάχνω/ει εὐθειάζω
εφήν’νενάφηνε
ζινίχ̌ι͜αστολίδια ziynet/zīnet
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακελλέαςσκαπανιές, τσαπιές μάκελλος/μακέλλῃ (μία + κέλλω=κοψιμο μιάς κατευθυνσης, μιας πλευράς)
ξάικαθόλου
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
οφρύδι͜αφρύδια
’πάν’(απάν’) πάνω
πόζι͜αγκρίζα, σταχτιά boz
τρέ͜ειςτρέχεις
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φεύ’ςφεύγεις
χωμολέαςτο έντομο μυρμηκολέων χῶμα + λέων
χωρί’χωριού
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
ατααυτά
ατεναυτήν
ατ’ςαυτής, της
αφήν’αφήνει
γιάν’πλάι, πλευρά yan
εγάπ’ςαγάπης
ελέπωβλέπω
έμορφαόμορφα
εποίν’νενέκανε, έφτιαχνε ποιέω-ῶ
εράευαέψαχνα, γύρευα aramak
ετάραζαανεμείγνυα, ανακάτευα, έμπλεκα
έτονήταν
έτρωενέτρωγε
ευτάγ’κάνω/ει, φτιάχνω/ει εὐθειάζω
εφήν’νενάφηνε
ζινίχ̌ι͜αστολίδια ziynet/zīnet
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μακελλέαςσκαπανιές, τσαπιές μάκελλος/μακέλλῃ (μία + κέλλω=κοψιμο μιάς κατευθυνσης, μιας πλευράς)
ξάικαθόλου
ομμάτι͜αμάτια
όντεςόταν
οφρύδι͜αφρύδια
’πάν’(απάν’) πάνω
πόζι͜αγκρίζα, σταχτιά boz
τρέ͜ειςτρέχεις
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φεύ’ςφεύγεις
χωμολέαςτο έντομο μυρμηκολέων χῶμα + λέων
χωρί’χωριού
Όντες ελέπω σε να τρέ͜εις

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost