.
.
Και πάλι παράδοση

Θα τραγωδώ μερακλία

fullscreen
Θα τραγωδώ μερακλία,
θα κλαίνε οι νυφάδες
Θα κρύφκουν και τερούνε με
απ’ οπίσ’ ’ς σ’ αραμπάδες

Αΐκα κάλλια έμορφα
άλλο πουδέν ’κι ’ίν’νταν
Ομοιάζ’νε τριαντάφυλλα
Μαρτί’ κι Απρίλ’ ντο ’ίν’νταν

Απάν’ σ’ αλών’ εκάθουμ’νε
κι αρ’ έπαιζα τα λίντζ̌ι͜α
Έρχουσαν κι εμέν ’φίλ’νανε
νυφάδι͜α και κορίτσ̌ι͜α

Πετούμενον θα ’ίνουμαι,
σον ουρανόν θα εβγαίνω
Στρώσον το κρεβατόπο σου,
θα κατηβαίνω μένω

Απ’ αδά ους τ’ εσέτερα
πορτόπα είναι δέκα
Την ὼρα και τ’ εγκόλπιο μ’
σ’ εσέτερα -ν- εφέκα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αΐκατέτοια/ες
αλών’αλώνι
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εγκόλπιοφυλαχτό που κρεμιέται στο λαιμό και φτάνει περίπου στο μέσο του στήθους
εκάθουμ’νεκαθόμουν
έμορφαόμορφα
έρχουσανέρχονταν
εσέτεραδικά σου/σας
εφέκαάφησα
’ίν’ντανγίνονται
’ίνουμαιγίνομαι
κάλλιακάλλη
κατηβαίνωκατεβαίνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρεβατόποκρεβατάκι
κρύφκουνκρύβονται
λίντζ̌ι͜ακνήμη ανθρώπου, ωλένη, κόκκαλο, παιδικό παιχνίδι της εποχής
Μαρτί’Μαρτιού, κατά την περίοδο του Μάρτη
μερακλίαμε μεράκι, με ιδιαίτερο ζήλο meraklı/merāḳ
νυφάδεςνύφες
νυφάδι͜ανύφες
ομοιάζ’νεμοιάζουν
οπίσ’πίσω
ουςως, μέχρι
πορτόπαπορτούλες porta
πουδένπουθενά
’ς(ας) από
στρώσον(προστ.) στρώσε
τερούνεκοιτούν
τραγωδώτραγουδάω
’φίλ’νανε(εφίλ’νανε) φιλούσαν
ὼραρολόι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αΐκατέτοια/ες
αλών’αλώνι
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
εγκόλπιοφυλαχτό που κρεμιέται στο λαιμό και φτάνει περίπου στο μέσο του στήθους
εκάθουμ’νεκαθόμουν
έμορφαόμορφα
έρχουσανέρχονταν
εσέτεραδικά σου/σας
εφέκαάφησα
’ίν’ντανγίνονται
’ίνουμαιγίνομαι
κάλλιακάλλη
κατηβαίνωκατεβαίνω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κρεβατόποκρεβατάκι
κρύφκουνκρύβονται
λίντζ̌ι͜ακνήμη ανθρώπου, ωλένη, κόκκαλο, παιδικό παιχνίδι της εποχής
Μαρτί’Μαρτιού, κατά την περίοδο του Μάρτη
μερακλίαμε μεράκι, με ιδιαίτερο ζήλο meraklı/merāḳ
νυφάδεςνύφες
νυφάδι͜ανύφες
ομοιάζ’νεμοιάζουν
οπίσ’πίσω
ουςως, μέχρι
πορτόπαπορτούλες porta
πουδένπουθενά
’ς(ας) από
στρώσον(προστ.) στρώσε
τερούνεκοιτούν
τραγωδώτραγουδάω
’φίλ’νανε(εφίλ’νανε) φιλούσαν
ὼραρολόι
Θα τραγωδώ μερακλία

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost