.
.
Αέτσ’ γλεντούν οι Πόντιοι

Μαναχός στράταν εύρηκον

Μαναχός στράταν εύρηκον
fullscreen
Αβούτ’ ο κόσμον έλλαξεν
και η εγάπ’ ολίγον
Τρέξον κι αράεψον χαράν
και ας σα τέρτα̤ οφύγον

Ντ’ επέμ’νε σε να χ̌αίρεσαι,
ντ’ εδέβεν μη νουνί͜εις α’
Λόγον βαρύν αν είπανε
σο ψ̌όπο σ’ μη κρατείς α’

Μαναχός στράταν εύρηκον,
γουρτάρεψον το ψ̌όπο σ’
Και τη ζωή σ’ εμόρφυνον,
να ζεις χωρίς τερτόπον

Η καρδά̤ μ’ πάντα γεραλίν
’ς σα λόγια τα βαρέα
Και η ζωή έν’ άπονος
άμον πικρόν ελαίαν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
α’(ατό) αυτό, το
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αράεψον(προστ.) ψάξε, αναζήτησε, γύρεψε aramak
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βαρέαβαριά, συχνά, πολύ
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
γουρτάρεψον(προστ.) γλύτωσε κτ/κπ από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
εγάπ’αγάπη
εδέβενπήγε, διάβηκε, διέσχισε, ξεπέρασε διαβαίνω
ελαίανελιά
έλλαξενάλλαξε
εμόρφυνον(προστ.) ομόρφυνε
έν’είναι
επέμ’νεαπόμεινε
εύρηκον(προστ.) βρες
καρδά̤καρδιά
κρατείςκρατάς
μαναχόςμοναχός, μόνος
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ολίγονλίγο
οφύγον(προστ.) φύγε
’ς(ας) από
τέρτα̤καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τερτόπον(υποκορ.) καημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τρέξον(προστ.) τρέξε
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
α’(ατό) αυτό, το
αβούτ’αυτό/ή, αυτοί/ές/ά
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αράεψον(προστ.) ψάξε, αναζήτησε, γύρεψε aramak
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
βαρέαβαριά, συχνά, πολύ
γεραλίνπληγωμένο, τραυματισμένο yaralı
γουρτάρεψον(προστ.) γλύτωσε κτ/κπ από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
εγάπ’αγάπη
εδέβενπήγε, διάβηκε, διέσχισε, ξεπέρασε διαβαίνω
ελαίανελιά
έλλαξενάλλαξε
εμόρφυνον(προστ.) ομόρφυνε
έν’είναι
επέμ’νεαπόμεινε
εύρηκον(προστ.) βρες
καρδά̤καρδιά
κρατείςκρατάς
μαναχόςμοναχός, μόνος
νουνί͜ειςσκέφτεσαι
ολίγονλίγο
οφύγον(προστ.) φύγε
’ς(ας) από
τέρτα̤καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τερτόπον(υποκορ.) καημός, βάσανο, στενοχώρια dert
τρέξον(προστ.) τρέξε
ψ̌όποψυχούλα
Μαναχός στράταν εύρηκον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost