.
.
Αέτσ’ γλεντούν οι Πόντιοι

Μίαν ζιλ, μίαν καπάν

Μίαν ζιλ, μίαν καπάν
fullscreen
Δέκα λύρας, δώδεκα
παίρω έναν κεμεντζ̌έν
Και σον κόσμον γιατρικόν
άμον την καϊτέν ατ’ς ’κ’ έν’

Είνας πάει σο διατρόν
κι άλλος πάει σο γητευτήν
Όντες ’κ’ έχω τον καιρό μ’
πάω/τρέχω σο κεμεντζ̌ετζ̌ήν

Μίαν ζιλ, μίαν καπάν
κι έρ’ται και την ψ̌η σ’ αχπάν’
Για τα δάχτυλα τ’ εσά
’ίνουμαι -ν- εγώ γουρπάν’

Αρ’ εμπάτεν σον χορόν,
χορέψτεν ους να μερών’
Το γλυκύν η κεμεντζ̌έ
όλα̤ τα πόνι͜α λαρών’

Χ̌ερενίτ’σσα για τ’ ομμάτα̤,
Κότσαρι για τη σεβτάν
Τας για το χαμπλάεμαν,
Τικ σ’κωθέστεν ούλ’ απάν’
Τας για το χαμπλάεμαν,
Τικ και σ’κούνταν ούλ’ απάν’

Έμορφα είπα και ξαν τίκια!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατ’ςαυτής, της
αχπάν’ξεριζώνω/ει, ξεκολλώ/άει, αποκολλώ/εί βιαίως ἐκσπάω
γλυκύνγλυκιά/ό
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
διατρόνγιατρό
είναςένας/μία
έμορφαόμορφα
εμπάτεν(προστ.) μπείτε
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εσάδικά σου/σας
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κ’ έχω τον καιρό μ’είμαι αδιάθετος, δεν νιώθω καλά
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
καπάνοι μπάσα κουρδισμένες χορδές της λύρας kaba
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ετζ̌ήνλυράρη kemençeci
Κότσαριονομασία ποντιακού χορού
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
μερών’μερώνει, ξημερώνει
μίανμια φορά
ξανπάλι, ξανά
ομμάτα̤μάτια
όντεςόταν
ούλ’όλοι
ουςως, μέχρι
παίρωπαίρνω
πόνι͜απόνοι
σεβτάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σ’κούντανσηκώνονται
σ’κωθέστεν(προστ.) σηκωθείτε
Ταςονομασία αντικρυστού ποντιακού χορού
τίκιαστητά dik
Χ̌ερενίτ’σσαονομασία ποντιακού χορού
χαμπλάεμανπιάσιμο μετά από επίπονη εργασία ή έλλειψης καλής φυσικής κατάστασης, «σκούριασμα» hamlama
χορέψτεν(προστ.) χορέψτε
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατ’ςαυτής, της
αχπάν’ξεριζώνω/ει, ξεκολλώ/άει, αποκολλώ/εί βιαίως ἐκσπάω
γλυκύνγλυκιά/ό
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
διατρόνγιατρό
είναςένας/μία
έμορφαόμορφα
εμπάτεν(προστ.) μπείτε
έν’είναι
έρ’ταιέρχεται
εσάδικά σου/σας
ζιλοι ψιλά κουρδισμένες χορδές της λύρας, το οξύφωνα κουρδισμένο όργανο zil
’ίνουμαιγίνομαι
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
’κ’ έχω τον καιρό μ’είμαι αδιάθετος, δεν νιώθω καλά
καϊτένμελωδία, μουσική σύνθεση, μουσικός σκοπός kayde
καπάνοι μπάσα κουρδισμένες χορδές της λύρας kaba
κεμεντζ̌έλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌ετζ̌ήνλυράρη kemençeci
Κότσαριονομασία ποντιακού χορού
λαρών’γιατρεύει, θεραπεύει
μερών’μερώνει, ξημερώνει
μίανμια φορά
ξανπάλι, ξανά
ομμάτα̤μάτια
όντεςόταν
ούλ’όλοι
ουςως, μέχρι
παίρωπαίρνω
πόνι͜απόνοι
σεβτάναγάπη, έρωτα sevda/sevdā
σ’κούντανσηκώνονται
σ’κωθέστεν(προστ.) σηκωθείτε
Ταςονομασία αντικρυστού ποντιακού χορού
τίκιαστητά dik
Χ̌ερενίτ’σσαονομασία ποντιακού χορού
χαμπλάεμανπιάσιμο μετά από επίπονη εργασία ή έλλειψης καλής φυσικής κατάστασης, «σκούριασμα» hamlama
χορέψτεν(προστ.) χορέψτε
ψ̌ηψυχή
Μίαν ζιλ, μίαν καπάν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost