.
.
Και πάλι παράδοση

Για χτέντσον το τσαμόπο σου

External photo
Για χτέντσον το τσαμόπο σου
fullscreen
Σο σπαρελόπο σ’ αφκακέσ’
κουβάρι͜α τυλιγμένα
Απλώνω να πιάν’ ατα,
τα χ̌ερόπα μ’ δεμένα

Εζούλτσα το πουικόπο μ’,
’ποίκα ’το όσον την τσάμι͜α σ’
Κ̂ουσμέτ’ ατσ̌ά θα ’ίνεται
να κείμαι σην εγκάλι͜α σ’;

Για χτέντσον το τσαμόπο σου,
σύρον ατο σ’ ωμία σ’
Για χτέντσον τα τσαμόπα σου,
σύρον ατα σ’ ωμία σ’
Σ’ εσέν γουρπάν’ να ’ίνεται
ο Κακοχ̌είμ’ς Ηλίας¹

Το φίλεμαν τιδέν πα ’κι έν’,
σπογγί͜εις ατο και χάται
Το δάξιμον αρ’ έν’ ντο έν’,
σιχνών’ κι άλλο ’κι χάται

Τραντάφυλλον εφύτεψα
σον τόπον ντο κοιμάσαι
Όσα σ’κούσαι, όσα κείσαι
εμέναν να θυμάσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
αφκακέσ’κάτω πέρα
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δάξιμονδάγκωμα
εγκάλι͜ααγκαλιά
εζούλτσαέστριψα
έν’είναι
’ίνεταιγίνεται
κ̂ουσμέτ’τυχερό, μοίρα, ριζικό kısmet/ḳismet
κακοχ̌είμ’ςαυτός που έχει διέλθει άσχημο χειμώνα κακοχείμαγος
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
όσαόσες φορές
παπάλι, επίσης, ακόμα
πιάν’πιάνει
’ποίκα(εποίκα) έκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
πουικόπομουστάκι bıyık
σιχνών’αφήνει σημάδι signum
σ’κούσαισηκώνεσαι
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τιδέντίποτα
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τραντάφυλλοντριαντάφυλλο
τσάμι͜απλεξούδα
τσαμόπαπλεξουδίτσες
φίλεμανφιλί
χ̌ερόπαχεράκια
χάταιχάνεται
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ατααυτά
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
αφκακέσ’κάτω πέρα
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
δάξιμονδάγκωμα
εγκάλι͜ααγκαλιά
εζούλτσαέστριψα
έν’είναι
’ίνεταιγίνεται
κ̂ουσμέτ’τυχερό, μοίρα, ριζικό kısmet/ḳismet
κακοχ̌είμ’ςαυτός που έχει διέλθει άσχημο χειμώνα κακοχείμαγος
κείμαικείτομαι, ξαπλώνω
κείσαικείτεσαι, ξαπλώνεις
’κιδεν οὐκί<οὐχί
όσαόσες φορές
παπάλι, επίσης, ακόμα
πιάν’πιάνει
’ποίκα(εποίκα) έκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
πουικόπομουστάκι bıyık
σιχνών’αφήνει σημάδι signum
σ’κούσαισηκώνεσαι
σπαρελόπομέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
σπογγί͜ειςσκουπίζεις
σύρον(προστ.) σύρε, τράβα, ρίξε
τιδέντίποτα
’τοαυτό, το (προσωπική αντωνυμία)
τραντάφυλλοντριαντάφυλλο
τσάμι͜απλεξούδα
τσαμόπαπλεξουδίτσες
φίλεμανφιλί
χ̌ερόπαχεράκια
χάταιχάνεται
χτέντσον(προστ.) χτένισε
ωμίαώμοι
External photo
Για χτέντσον το τσαμόπο σου
Σημειώσεις
¹ Κακοχ̌είμ’ς Ηλίας: παρατσούκλι του Κατωτοικίδη Ηλία, κατοίκου εν ζωή Κομνηνών (Ούτσ̌ενα) Κοζάνης (βλέπε φωτό) ο οποίος έγραψε και το σχετικό δίστιχο.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost