.
.
Θάλασσας βοήν ακούω

Όραμαν έτον, όραμαν

Όραμαν έτον, όραμαν
fullscreen
Το χωρίο μ’ άμον παρχάρτς
τυλιγμένον ραχ̌ία
Σ̌υρίζ’νε ακόμαν οι τσ̌οπάν’,
ακούς μωρών λαλία

Σο χωρίο μ’ κάθαν βράδον
βάλλ’νε τσ̌ιζίν σα τέρτι͜α
Οι γέρ’ ευτάγ’νε παρακάθ’,
οι νέοι μουχαπέτι͜α

Τον καιρό μ’ ’κ’ έχω, παιδία,
αφήστε με ατώρα!
Είδα τη γιάγια μ’ σην παχτσ̌έν,
τον πάππο μ’ σην εβόραν

Όραμαν έτον, όραμαν,
κλαίω από καρδίαν
Σο χωρίο μ’ επέμ’νανε
μαναχόν τα ραχ̌ία
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατώρατώρα
βάλλ’νεβάζουν
βράδονβράδυ
γέρ’γέροι
εβόρανσκιά
επέμ’νανεαπόμειναν
έτονήταν
ευτάγ’νεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθανκάθε
λαλίαλαλιά, φωνή
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μουχαπέτι͜ακουβέντες, φιλικές συνομιλίες, συνεκδ. φιλικές συνεστιάσεις (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
όραμανόνειρο
παιδίαπαιδιά
πάπποπαππούς
παρακάθ’συνάθροιση, ολονυχτία
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
παχτσ̌ένκήπος, περιβόλι bahçe/bāġçe
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ̌υρίζ’νεσφυρίζουν σῦριγξ
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσ̌ιζίνγραμμή, αράδα çizgi
τσ̌οπάν’τσομπάνηδες, βοσκοί, (γεν.) τσομπάνων çoban/çūbān, şūbān
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ατώρατώρα
βάλλ’νεβάζουν
βράδονβράδυ
γέρ’γέροι
εβόρανσκιά
επέμ’νανεαπόμειναν
έτονήταν
ευτάγ’νεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κάθανκάθε
λαλίαλαλιά, φωνή
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μουχαπέτι͜ακουβέντες, φιλικές συνομιλίες, συνεκδ. φιλικές συνεστιάσεις (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
όραμανόνειρο
παιδίαπαιδιά
πάπποπαππούς
παρακάθ’συνάθροιση, ολονυχτία
παρχάρτςορεινός τόπος θερινής βοσκής
παχτσ̌ένκήπος, περιβόλι bahçe/bāġçe
ραχ̌ίαράχες, βουνά
σ̌υρίζ’νεσφυρίζουν σῦριγξ
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τσ̌ιζίνγραμμή, αράδα çizgi
τσ̌οπάν’τσομπάνηδες, βοσκοί, (γεν.) τσομπάνων çoban/çūbān, şūbān
Όραμαν έτον, όραμαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost