.
.
Και πάλι παράδοση

Φιλίτικον μικρίτικον

Φιλίτικον μικρίτικον
fullscreen
Κουτνίν σπαρέλ’ θα ’φτάω σε,
κουμάσ̌’ Χατσαβερίτ’κον
Να έχ̌’ ράψην Καπίκεης
και χάρτσ̌ιν Λιβερίτ’κον

Έμορφοι οι νυφάδες
αδά σ’ Αγουρζενόν
Ζιπούνα και κουτνίν φορούν
κι ο πρόσωπον αλών’

Δύο κορτσόπα έμορφα
στέκ’νε και καλατσ̌εύ’νε
Εθαρρείς είμαι δι͜άβολος,
εμέν ’κι γιανασ̌εύ’νε

Σ’ εμέν η μήνα, χρόνος έν’,
η μέρα, εβδομάδα!
Έχασα την τρυγόνα μου,
ν’ αηλί τ’ εμόν την μάναν!

Φιλίτικον μικρίτικον,
νασάν που απαντά σε
Ατουπέσ’ σα στομόχ̌ειλα
φιλεί φιλεί, χορτά͜ει σε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
Αγουρζενόνχωριό της Ματσούκας του Πόντου
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλών’αλώνι
απαντάαπαντάει, συναντάει
ατουπέσ’εκεί μέσα ατού+απέσ'
γιανασ̌εύ’νεπλησιάζουν, πλευρίζουν yanaşmak
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
έμορφοιόμορφοι/ες
έν’είναι
έχ̌’έχει
ζιπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
καλατσ̌εύ’νεομιλούν, συνομιλούν, συζητούν keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κουμάσ̌’υφαντό υλικό από βαμβάκι, μαλλί, μετάξι κ.λπ. που υφαίνεται σε μηχανή, δαντέλα kumaş/ḳumāş
κουτνίνείδος χοντρού, στενού υφάσματος υφασμένου από βαμβάκι ή από βαμβάκι αναμεμειγμένο με μετάξι kutnu/ḳuṭnī<qutn (قُطْن)=βαμβάκι
μικρίτικονμικρούλικο/α
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
νυφάδεςνύφες
ράψηνραφή
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στέκ’νεστέκουν
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φιλίτικοναξιοφίλητο
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χάρτσ̌ινσυμπληρωματικό ή διακοσμητικό σιρίτιο που χρησιμοποιείται κατά το ράψιμο ρούχων harç<ḫarc
χορτά͜ειχορτάζει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
Αγουρζενόνχωριό της Ματσούκας του Πόντου
αδάεδώ
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
αλών’αλώνι
απαντάαπαντάει, συναντάει
ατουπέσ’εκεί μέσα ατού+απέσ'
γιανασ̌εύ’νεπλησιάζουν, πλευρίζουν yanaşmak
εθαρρείςθαρρείς, νομίζεις, υποθέτεις
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έμορφαόμορφα
έμορφοιόμορφοι/ες
έν’είναι
έχ̌’έχει
ζιπούναμακρύ μανικωτό φόρεμα χωρίς ραφή στους ώμους ζιπούνι(ν)<zipon (βενετ.)
καλατσ̌εύ’νεομιλούν, συνομιλούν, συζητούν keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κορτσόπακοριτσάκια
κουμάσ̌’υφαντό υλικό από βαμβάκι, μαλλί, μετάξι κ.λπ. που υφαίνεται σε μηχανή, δαντέλα kumaş/ḳumāş
κουτνίνείδος χοντρού, στενού υφάσματος υφασμένου από βαμβάκι ή από βαμβάκι αναμεμειγμένο με μετάξι kutnu/ḳuṭnī<qutn (قُطْن)=βαμβάκι
μικρίτικονμικρούλικο/α
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
νυφάδεςνύφες
ράψηνραφή
σπαρέλ’μέρος γυναικείας ενδυμασίας αυτοτελές που χρησιμεύει ως κάλυμμα του στήθους spalliera
στέκ’νεστέκουν
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
τρυγόνατο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φιλίτικοναξιοφίλητο
’φτάω(ευτάω) κάνω, φτιάχνω εὐθειάζω
χάρτσ̌ινσυμπληρωματικό ή διακοσμητικό σιρίτιο που χρησιμοποιείται κατά το ράψιμο ρούχων harç<ḫarc
χορτά͜ειχορτάζει
Φιλίτικον μικρίτικον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost