.
.
Τη εγάπ’ς το φως

Εμέν σύρ’ η καρδία σ’

Εμέν σύρ’ η καρδία σ’
fullscreen
Κλαίω και λέω «κρίμα έν’»
σ’ άπιστον την εγκάλι͜α μ’
Πώς ’κι γουεύ’ς το φίλεμαν
και έπεϊ τα κάλλι͜α;

Μετ’ εσέν για να ζει καλά
’κι πρέπ’ να κόφτ’ ο νους ατ’
Να ελέπ’ και να μη εγροικά
ντο θ’ ευτάς αποπίσ’ ατ’

Έλα, πουλί μ’, σα ήμαρτα σ’,
ποίσον την ανθρωπία σ’
Κανείται άλλο μη αγρι͜οτερείς,
εμέν σύρ’ η καρδία σ’

Την σεβντά μ’ μη παρέρχεσαι,
νούντσον τ’ εμόν το πάθος
Για τον Θεόν είναι τ’ ορθά
και για τσ’ ανθρώπ’ς το λάθος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγρι͜οτερείςαγριοκοιτάς
ανθρωπίαανθρωπιά
ανθρώπ’ςανθρώπους
αποπίσ’από πίσω
γουεύ’ςλυπάσαι, φείδεσαι, τσιγκουνεύεσαι, θυσιάζεις kıymak
εγκάλι͜ααγκαλιά
εγροικάκαταλαβαίνει
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έπεϊαρκετές/αρκετοί/αρκετά, ένα μεγάλο ποσοστό, ένας μεγάλος αριθμός epey
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
κάλλι͜ακάλλη
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόφτ’κόβει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νούντσον(προστ.) σκέψου
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πρέπ’ταιριάζει/ω
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φίλεμανφιλί
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγρι͜οτερείςαγριοκοιτάς
ανθρωπίαανθρωπιά
ανθρώπ’ςανθρώπους
αποπίσ’από πίσω
γουεύ’ςλυπάσαι, φείδεσαι, τσιγκουνεύεσαι, θυσιάζεις kıymak
εγκάλι͜ααγκαλιά
εγροικάκαταλαβαίνει
ελέπ’βλέπει/βλέπω
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έπεϊαρκετές/αρκετοί/αρκετά, ένα μεγάλο ποσοστό, ένας μεγάλος αριθμός epey
ευτάςκάνεις, φτιάχνεις εὐθειάζω
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
κάλλι͜ακάλλη
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κόφτ’κόβει
μετ’μαζί με (με αιτιατική), με (τρόπος)
νούντσον(προστ.) σκέψου
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
πρέπ’ταιριάζει/ω
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
φίλεμανφιλί
Εμέν σύρ’ η καρδία σ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost