.
.
Και πάλι παράδοση

Γαλέα, πούλτσον τ’ άλογα σ’

Γαλέα, πούλτσον τ’ άλογα σ’
fullscreen
Γαλέα¹, πούλτσον τ’ άλογα σ’ [Γαλέα]
κι αράεψον την υεία σ’ 
[’μώ το νόμο σ’/έλα -ν- έλα]
Φοούμαι συ θα ογραεύ’ς [Γαλέα]
καρκίνον σην κοιλία σ’ 
[’μώ το νόμο σ’/έλα -ν- έλα]

Αφήστε ατον να χ̌αίρεται [Γαλέα]
του Γαλέα ο παιδάς-ι 
[’μώ το νόμο σ’]
Πολλά ’κι πάει θα ’ίνεται [Γαλέα]
σο Σεραλάρ² ποπάς-ι 
[’μώ το νόμο σ’/έλα -ν- έλα]

Σα Ούτσ̌ενα³ έν’ μουατσ̌ίρ’ς, [Γαλέα]
σο Σεραλάρ τσ̌οπάνος 
[’μώ το νόμο σ’]
και σ’ έρημον την ξενιτει͜άν [Γαλέα]
ψάλτες και τραγωδι͜άνος, 
[’μώ το νόμο σ’/έλα -ν- έλα]

Η κάτα επήεν σο καρσάν’ [Γαλέα]
αψ̌έστεν τα δαδία 
[’μώ το νόμο σ’]
Εγώ τηνάν εγάπανα [Γαλέα]
εέντον ποπαδία 
[’μώ το νόμο σ’/έλα -ν- έλα]

Αείν’ το πέραν τα ραχ̌ι͜ά [Γαλέα]
ντό έχ’νε και βουίζ’νε; 
[’μώ το νόμο σ’]
Δι͜αβαίν’ ο Χάρον επεκέσ’ [Γαλέα]
κι αποθαμέν’ γογγύζ’νε 
[’μώ το νόμο σ’]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αείν’εκείνοι/α
αποθαμέν’πεθαμένοι
αράεψον(προστ.) ψάξε, αναζήτησε, γύρεψε aramak
βουίζ’νεβοούνε
γογγύζ’νεγογγύζουν, βογγούν
δαδίαδαδιά, ρητινώδη τμήματα κορμού δέντρου που χρησιμοποιούνται για προσανάμματα δαδίν<δᾳδίον<δᾴς
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγάπανααγαπούσα
εέντονέγινε
έν’είναι
επεκέσ’από εκεί
επήενπήγε
έχ’νεέχουνε
’ίνεταιγίνεται
καρσάν’αβαθής σκάφη που έριχναν το γάλα και μάζευαν μετά το καϊμάκι
κάταγάτα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μουατσ̌ίρ’ςπρόσφυγας, μετανάστης / (αιτ. πληθ.) πρόσφυγες, μετανάστες muhacir/muhācir
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
ογραεύ’ςπερνάς, υποφέρεις uğramak
παιδάςπαιδί, νέος άντρας
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποπαδίαπαπαδιά
ποπάςπαπάς
πούλτσον(προστ.) πούλησε
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
τηνάναυτόν/ην που
τραγωδι͜άνοςτραγουδιστής
υείαυγεία
φοούμαιφοβάμαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αείν’εκείνοι/α
αποθαμέν’πεθαμένοι
αράεψον(προστ.) ψάξε, αναζήτησε, γύρεψε aramak
βουίζ’νεβοούνε
γογγύζ’νεγογγύζουν, βογγούν
δαδίαδαδιά, ρητινώδη τμήματα κορμού δέντρου που χρησιμοποιούνται για προσανάμματα δαδίν<δᾳδίον<δᾴς
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
εγάπανααγαπούσα
εέντονέγινε
έν’είναι
επεκέσ’από εκεί
επήενπήγε
έχ’νεέχουνε
’ίνεταιγίνεται
καρσάν’αβαθής σκάφη που έριχναν το γάλα και μάζευαν μετά το καϊμάκι
κάταγάτα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μουατσ̌ίρ’ςπρόσφυγας, μετανάστης / (αιτ. πληθ.) πρόσφυγες, μετανάστες muhacir/muhācir
’μώ(επιφ.) εκδήλωση έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας, βρε! σε καλό σου! γαμώ
ογραεύ’ςπερνάς, υποφέρεις uğramak
παιδάςπαιδί, νέος άντρας
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
ποπαδίαπαπαδιά
ποπάςπαπάς
πούλτσον(προστ.) πούλησε
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
τηνάναυτόν/ην που
τραγωδι͜άνοςτραγουδιστής
υείαυγεία
φοούμαιφοβάμαι
Γαλέα, πούλτσον τ’ άλογα σ’
Σημειώσεις
¹ Παρατσούκλι του ☨Γαλλίδη Κωνσταντίνου [1906-1954 Αλωνάκια "Σεραλάρ" Κοζάνης]. Ένας άνθρωπος όπως καταμαρτυρούν οι πηγές πολυτεχνίτης και μερακλής μουχαπετλής.
² Παλιά ονομασία του χωριού Αλωνάκια Κοζάνης
³ Παλιά ονομασία του χωριού Κομνηνά Πτολεμαΐδας

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost