.
.
Πατρίδα μ’, πονεμένον

Σαρίγουζ

Σαρίγουζ
fullscreen
Έκιτι, παλαιά καιρούς
έμορφα κεαμέτι͜α
Επαίρ’ναμε την κεμεντζ̌έν,
εποίναμ’ μουχαπέτι͜α

Εσκάλωναμε το ρακίν
μ’ έναν βούραν ελαίας
Εσύρ’νεν και -ν- ο λυριτζ̌ής
γλυκέα τοξαρέας

Ελάσκουμ’νες μεσανυχτί’
όλι͜α τα μαχαλάδες
Τραγωδίας πα -ν- έλεγαμ’
τ’ έμορφους τοι χ̌ι͜οράδες

Σαρίγουζ όλ’ εχόρευαμ’
απάν’ και σο αλώνι
Το κεμεντζ̌όπον έκουγαμ’
αρ’ ους να ξημερώνει
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έκουγαμ’ακούγαμε
ελαίας(τα) ελιές, (τη) ελιάς
ελάσκουμ’νεςπεριφερόμασταν, τριγυρνούσαμε, περιπλανιόμασταν ἀλάομαι/ηλάσκω
έλεγαμ’λέγαμε
έμορφαόμορφα
έμορφουςόμορφους/ες
επαίρ’ναμεπαίρναμε
εποίναμ’κάναμε, φτιάχναμε ποιέω-ῶ
εσκάλωναμεαρχινούσαμε, ξεκινούσαμε, εκκινούσαμε ένα έργο/δουλειά
εσύρ’νενέσερνε, τραβούσε, έριχνε
εχόρευαμ’χορεύαμε
κεαμέτι͜απολύς θόρυβος, φασαρίες μτφ. μεγάλη ποσότητα από κάτι kıyamet/ḳiyāmet
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌όπον(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
μαχαλάδεςγειτονιές mahalle/maḥalle
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μουχαπέτι͜ακουβέντες, φιλικές συνομιλίες, συνεκδ. φιλικές συνεστιάσεις (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
όλ’όλοι/α
ουςως, μέχρι
παπάλι, επίσης, ακόμα
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
Σαρίγουζονομασία χορού Sarı+kız = ξανθό κορίτσι
τοιτους/τις
τοξαρέαςδοξαριές
τραγωδίαςτραγούδια
χ̌ι͜οράδεςχήρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
βούρανχούφτα vola=η παλάμη του χεριού ή το πέλμα του ποδιού
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
έκιτιέκφραση αναπόλησης που υποδηλώνει νοσταλγία για κάτι παρελθοντικό hey gidi
έκουγαμ’ακούγαμε
ελαίας(τα) ελιές, (τη) ελιάς
ελάσκουμ’νεςπεριφερόμασταν, τριγυρνούσαμε, περιπλανιόμασταν ἀλάομαι/ηλάσκω
έλεγαμ’λέγαμε
έμορφαόμορφα
έμορφουςόμορφους/ες
επαίρ’ναμεπαίρναμε
εποίναμ’κάναμε, φτιάχναμε ποιέω-ῶ
εσκάλωναμεαρχινούσαμε, ξεκινούσαμε, εκκινούσαμε ένα έργο/δουλειά
εσύρ’νενέσερνε, τραβούσε, έριχνε
εχόρευαμ’χορεύαμε
κεαμέτι͜απολύς θόρυβος, φασαρίες μτφ. μεγάλη ποσότητα από κάτι kıyamet/ḳiyāmet
κεμεντζ̌ένλύρα kemençe/kemānçe
κεμεντζ̌όπον(υποκορ.) λύρα kemençe/kemānçe
μαχαλάδεςγειτονιές mahalle/maḥalle
μεσανυχτί’την ώρα του μεσονυχτίου
μουχαπέτι͜ακουβέντες, φιλικές συνομιλίες, συνεκδ. φιλικές συνεστιάσεις (συνήθως μετά μουσικής) muhabbet/maḥabbet
όλ’όλοι/α
ουςως, μέχρι
παπάλι, επίσης, ακόμα
ρακίναλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση φρούτων ή στεμφύλων φρούτων rakı/ˁaraḳī
Σαρίγουζονομασία χορού Sarı+kız = ξανθό κορίτσι
τοιτους/τις
τοξαρέαςδοξαριές
τραγωδίαςτραγούδια
χ̌ι͜οράδεςχήρες
Σαρίγουζ

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost