.
.
Και πάλι παράδοση

Ατσ̌ά θα γουρταρεύκουμαι

Ατσ̌ά θα γουρταρεύκουμαι
fullscreen
Ατσ̌ά θα γουρταρεύκουμαι
και να γλυτώνω, αρνί μ’,
αρ’ /και -ν- απ’ αούτα τα κακά
ντ’ εγρίβωσαν απάν’ ι-μ’;

«Ήμαρτα» είπα σον Θεόν,
τσ̌ίξον με, Παναΐα!
Τα τέρτι͜α και τα βάσανα
όλιαν εδώκες μίαν!

Όλια τα τέρτι͜α εδώκε με
αούτος ο Θεός -ι!
’Κι θα ’πορώ να σύρ’ ατα
ο καρίπ’ς μαναχός -ι!

Ας σην τύχην, γιαβρόπο μου,
φαίνετ’ έτον γραμμένον
Όσο θα ζω απ’ ετώρα
να έν’ η ψ̌η μ’ καμένον

Η καρδι͜ά μ’ ετσ̌ουρούεψεν,
εγέντον δύο αυλάκια
Ας σ’ έναν τρέχ’νε τ’ αίματα,
ας σ’ άλλο τα φαρμάκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αούτααυτά
αούτοςαυτός
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατααυτά
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γουρταρεύκουμαιγλυτώνω, διασώζομαι kurtarmak
εγέντονέγινε
εγρίβωσανπροσκολλήθηκαν, γαντζώθηκαν αγριφώνω<agrafer<grappa
εδώκεέδωσε
εδώκεςέδωσες
έν’είναι
έτονήταν
ετσ̌ουρούεψενσάπισε, αποσυντέθηκε, φθάρθηκε çürümek
ετώρατώρα
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαναχόςμοναχός, μόνος
μίανμια φορά
όλιαόλα
ΠαναΐαΠαναγιά
’πορώ(επορώ) μπορώ
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τρέχ’νετρέχουν
τσ̌ίξον(προστ.) λυπήσου, συμπόνεσε acımak
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αούτααυτά
αούτοςαυτός
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
ας σηναπ’ την ασό σην (από την)
ατααυτά
ατσ̌άάραγε acep/ʿaceb
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γουρταρεύκουμαιγλυτώνω, διασώζομαι kurtarmak
εγέντονέγινε
εγρίβωσανπροσκολλήθηκαν, γαντζώθηκαν αγριφώνω<agrafer<grappa
εδώκεέδωσε
εδώκεςέδωσες
έν’είναι
έτονήταν
ετσ̌ουρούεψενσάπισε, αποσυντέθηκε, φθάρθηκε çürümek
ετώρατώρα
ήμαρταήμαρτον, δηλωτικό μετάνοιας, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα), έκφ. έλα σα ήμαρτα=μετανόησε
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
’κιδεν οὐκί<οὐχί
μαναχόςμοναχός, μόνος
μίανμια φορά
όλιαόλα
ΠαναΐαΠαναγιά
’πορώ(επορώ) μπορώ
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
τέρτι͜ακαημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
τρέχ’νετρέχουν
τσ̌ίξον(προστ.) λυπήσου, συμπόνεσε acımak
ψ̌ηψυχή
Ατσ̌ά θα γουρταρεύκουμαι

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost