.
.
Και πάλι παράδοση

Ν’ αηλί εσέναν νε Σ̌ιμούλ’

Ν’ αηλί εσέναν νε Σ̌ιμούλ’
fullscreen
Ν’ αηλί εσέναν, νε Σ̌ιμούλ’,
τ’ ελάδι σ’ ετελέθεν
Όπως να γυροκλώ͜εις ατο,
τ’ εσόν το τέλος έρθεν

Θεέ μ’, γιατί τον άνθρωπον
να δί’ς ολίγα χρόνια;
Ατά πα να δι͜αβαίν’ ατα
με βάσανα και πόνια;

Ατείν’ που λέγ’νε η ζωή
αρχίζ’ ας σα πενήντα
Άσπρα μαλλία σο κιφάλ’
είκοσ’ χρονών ’κι ’ίν’νταν

Έπαρ’ νέονος γόνατα
και γέρονος καρδίαν
Πορπάτ’ και ξάι μη φογάσαι
και τ’ άγρι͜α τα θερία

Ας σου γεράς τα τερτόπα,
πουλόπο μ’, περισσεύ’νε
Πουσ̌μανεύ’ς αμά έν’ αργά,
τα χρονόπα σ’ ντο φεύ’νε
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
ατάαυτά
ατααυτά
ατείν’αυτοί
γεράςγερνάς
γέρονοςγέρου
γυροκλώ͜ειςκλωθογυρίζεις
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
δί’ςδίνεις
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρθενήρθε
εσόνδικός/ή/ό σου
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
θερίαθεριά, θηρία
’ίν’ντανγίνονται
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
λέγ’νελένε
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέονοςνέου
ξάικαθόλου
παπάλι, επίσης, ακόμα
περισσεύ’νεπερισσεύουν
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πορπάτ’(προστ.) περπάτα
πουλόποπουλάκι
πουσ̌μανεύ’ςμετανιώνεις pişman olmak<paşmān
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
φεύ’νεφεύγουν
φογάσαιφοβάσαι
χρονόπαχρονάκια
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σουαπό του, από τότε που/αφότου, από αυτό που
ατάαυτά
ατααυτά
ατείν’αυτοί
γεράςγερνάς
γέρονοςγέρου
γυροκλώ͜ειςκλωθογυρίζεις
δι͜αβαίν’(για τόπο) περνάει/ώ, διασχίζει/ω, (για χρόνο) περνάει/ώ διαβαίνω
δί’ςδίνεις
έν’είναι
έπαρ’(προστ.) πάρε
έρθενήρθε
εσόνδικός/ή/ό σου
ετελέθεν(αμτβ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε, μτφ. πέθανε
θερίαθεριά, θηρία
’ίν’ντανγίνονται
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιφάλ’κεφάλι
λέγ’νελένε
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νέονοςνέου
ξάικαθόλου
παπάλι, επίσης, ακόμα
περισσεύ’νεπερισσεύουν
πόνια(ονομ.) πόνοι, (αιτ.) πόνους
πορπάτ’(προστ.) περπάτα
πουλόποπουλάκι
πουσ̌μανεύ’ςμετανιώνεις pişman olmak<paşmān
τερτόπα(υποκορ.) καημοί, βάσανα, στενοχώριες dert
φεύ’νεφεύγουν
φογάσαιφοβάσαι
χρονόπαχρονάκια
Ν’ αηλί εσέναν νε Σ̌ιμούλ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost