.
.
Σύλλογος Ποντίων Ασπροπύργου «Ακρίτες»

’Σ̌ασ̌ίρεψα

’Σ̌ασ̌ίρεψα
fullscreen
’Σ̌ασ̌ίρεψα, ’σ̌ασ̌ίρεψα
ας σα πολλά τα κάλλι͜α σ’
Σα πόγια σ’ ’ίνουμαι γουρπάν’,
γεσίρι σην εγκάλι͜α σ’

Τα μαλλία σ’ πώς ’κχ̌ύουνταν,
μετάξ’ απάν’ σ’ ωμία σ’!
Λύουμαι -ν- ας σο τέρεμα σ’
κι ας σα πολλά πλουμία σ’

Φραντάλα μ’, τα στομόχ̌ειλα σ’
φιλούνε μερακλία
Ση σεβντά μαθημένα είν’
και σα νερά τα κρύα

Εσύ αρ’ όντες λούσ̌κεσαι
εγώ ’κι ταγιανίζω
Αρνί μ’, να έμ’νε το πεσ̌κίρ’ σ’
τ’ απάν’ ι-σ’ να σπογγίζω
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γεσίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγκάλι͜ααγκαλιά
είν’(για πληθ.) είναι
έμ’νεήμουν
’ίνουμαιγίνομαι
κάλλι͜ακάλλη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κχ̌ύουντανεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λούσ̌κεσαιλούζεσαι
λύουμαιλιώνω
μερακλίαμε μεράκι, με ιδιαίτερο ζήλο meraklı/merāḳ
όντεςόταν
πεσ̌κίρ’προσόψιο, πετσέτα peşkir/pīşgīr
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
πόγιαύψη, ύψος boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
’σ̌ασ̌ίρεψα(εσ̌ασ̌ίρεψα) σάστισα, τα έχασα şaşirmak
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σπογγίζωσκουπίζω
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
τέρεμαβλέμμα
φραντάλαγυναίκα πρόσχαρη, πληθωρική γυναίκα
ωμίαώμοι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
απάν’πάνω
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ας σααπ’ τα ασό σα (από τα)
ας σοαπ’ το ασό σο (από το)
γεσίρικυριολ. αιχμάλωτος μτφ. ταλαιπώρος, αυτός που έχει υποστεί κακουχίες esir
γουρπάν’θυσία kurban/ḳurbān
εγκάλι͜ααγκαλιά
είν’(για πληθ.) είναι
έμ’νεήμουν
’ίνουμαιγίνομαι
κάλλι͜ακάλλη
’κιδεν οὐκί<οὐχί
’κχ̌ύουντανεκχύνονται, χύνονται, εκρέουν εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λούσ̌κεσαιλούζεσαι
λύουμαιλιώνω
μερακλίαμε μεράκι, με ιδιαίτερο ζήλο meraklı/merāḳ
όντεςόταν
πεσ̌κίρ’προσόψιο, πετσέτα peşkir/pīşgīr
πλουμίακεντητά ή ζωγραφιστά διακοσμητικά σχέδια, μτφ. στολίδια pluma
πόγιαύψη, ύψος boy
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
’σ̌ασ̌ίρεψα(εσ̌ασ̌ίρεψα) σάστισα, τα έχασα şaşirmak
σεβντάαγάπη, έρωτας sevda/sevdā
σπογγίζωσκουπίζω
στομόχ̌ειλατα χείλια του στόματος
ταγιανίζωαντέχω, βαστάω, υπομένω dayanmak
τέρεμαβλέμμα
φραντάλαγυναίκα πρόσχαρη, πληθωρική γυναίκα
ωμίαώμοι
’Σ̌ασ̌ίρεψα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost