.
.
Σύλλογος Ποντίων Ασπροπύργου «Ακρίτες»

Σ̌εκέρι͜α φιλέματα

Σ̌εκέρι͜α φιλέματα
fullscreen
Τα δακρόπα μ’ ο χ̌ειμωγκόν
σερεύ’ και ’κχ̌ύν’ νερόν -ι
Τα λίβι͜α στάζ’νε σεβνταλούκ’
και την εγάπ’ τ’ εμόν -ι

Σ̌εκέρι͜α φιλέματα
και γλυκοτερέματα
χάρτσον με ους να μερών’
και θα παίρτς την ψ̌ην τ’ εμόν

Πυκνολιβώνει, πουλόπο μ’,
έπαρ’ το ’δαχτερόν -ι
Θα ψιχαλίζ’ για να σερεύ’ς
φιλέματα, τρυγόνι μ’

Σ̌εκέρι͜α φιλέματα
και γλυκοτερέματα
χάρτσον με ους να μερών’
και θα παίρτς την ψ̌ην τ’ εμόν

Κι όντες, αρνί μ’, πυκνοχ̌ι͜ονίζ’
τέρεν σον ουρανόν -ι
Τα φυλλοκάρδι͜α μ’ λουπακίζ’
να έ͜εις για φυλαχτόν -ι

Σ̌εκέρι͜α φιλέματα
και γλυκοτερέματα
χάρτσον με ους να μερών’
και θα παίρτς την ψ̌ην τ’ εμόν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
γλυκοτερέματαγλυκοκοιτάγματα
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
’δαχτερόνκαλαθίσκος για εναπόθεση αδραχτιών, εν γένει το κοφίνι αδραχτερόν>’δραχτερόν
έ͜ειςέχεις
εγάπ’αγάπη
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
’κχ̌ύν’εκχύνει, χύνει, εκβάλλει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
λουπακίζ’χιονίζει με μεγάλες τούφες χιονιού τολούπα<τολύπη
μερών’μερώνει, ξημερώνει
όντεςόταν
ουςως, μέχρι
παίρτςπαίρνεις
πουλόποπουλάκι
πυκνολιβώνεισυννεφιάζει συχνά πυκνά + λίβος<λείβω
πυκνοχ̌ι͜ονίζ’χιονίζει συχνά
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
σ̌εκέρι͜αζαχαρένια, γλυκά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σερεύ’μαζεύει, συγκεντρώνει σωρεύω
σερεύ’ςμαζεύεις, συγκεντρώνεις σωρεύω
στάζ’νεστάζουνε
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φιλέματαφιλιά
φυλλοκάρδι͜ατα φύλλα της καρδιάς
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
χάρτσον(προστ.) χάρισε
ψ̌ηνψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
γλυκοτερέματαγλυκοκοιτάγματα
δακρόπα(υποκορ.) δάκρυα
’δαχτερόνκαλαθίσκος για εναπόθεση αδραχτιών, εν γένει το κοφίνι αδραχτερόν>’δραχτερόν
έ͜ειςέχεις
εγάπ’αγάπη
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έπαρ’(προστ.) πάρε
’κχ̌ύν’εκχύνει, χύνει, εκβάλλει εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λίβι͜ασύννεφα λίβος<λείβω
λουπακίζ’χιονίζει με μεγάλες τούφες χιονιού τολούπα<τολύπη
μερών’μερώνει, ξημερώνει
όντεςόταν
ουςως, μέχρι
παίρτςπαίρνεις
πουλόποπουλάκι
πυκνολιβώνεισυννεφιάζει συχνά πυκνά + λίβος<λείβω
πυκνοχ̌ι͜ονίζ’χιονίζει συχνά
σεβνταλούκ’έρωτας sevdalık
σ̌εκέρι͜αζαχαρένια, γλυκά şeker < şakar (περσ.) < śakkharā (οψ. σανσκ.) < śárkarā (σανσκριτ.)
σερεύ’μαζεύει, συγκεντρώνει σωρεύω
σερεύ’ςμαζεύεις, συγκεντρώνεις σωρεύω
στάζ’νεστάζουνε
τέρεν(προστ.) κοίταξε
τρυγόνιτο πουλί τρυγόνι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
φιλέματαφιλιά
φυλλοκάρδι͜ατα φύλλα της καρδιάς
χ̌ειμωγκόν(ονομ.) χειμώνας, (γεν.) χειμώνα
χάρτσον(προστ.) χάρισε
ψ̌ηνψυχή
Σ̌εκέρι͜α φιλέματα

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost