.
.
Έτον έναν νυχτοπούλ’

Το τεζπίχ’

Το τεζπίχ’
fullscreen
Το τεζπίχι μ’ παίζ’ ατο
κλώθ’ ατο τ’ απάν’ αφκά
Άλλο ντό στέκ’ς πλάν καικά;
Νέτσ̌η, έλα αδακά!

Πέ’ κι ας λέγω και ξαν πέ’
ταπιέτ’ κι αν έν’ τσ̌ατίν
Θα τυλίγουμαι ση γούλα σ’
άμον ράμμαν σην τερσ̌ήν

Τ’ αελάδι͜α τρών’ και βόσκουν
το χορτάρ’ και το πλυμίν
κι εγώ πάντα αναμένω
το πουλόπο μ’ σο κιντίν

Το τεζπίχι μ’ κλώθ’ ατο
και τα ώρας ι-μ’ μετρώ
Πού επήες κι οπίσ’ ’κ’ έρθες
και τα στράτας ι-σ’ τερώ;

Το τεζπίχι μ’ παίζ’ ατο
απ’ αδά και απ’ ακεί
και ας λένε τα τσ̌εχέλ’κα
εγάπ’ σο κουσ̌κούρ’ κρατεί¹
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αδάεδώ
αδακάεδώ κόντα
αελάδι͜αοι αγελάδες νεαρής ηλικίας που δεν έχουν γεννήσει ακόμα, δαμάλες
ακείεκεί
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αφκάκάτω
βόσκουνβοσκάνε
γούλαλαιμός gula
εγάπ’αγάπη
έν’είναι
επήεςπήγες
έρθεςήρθες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κιντίναπόγευμα, δείλι ikindi
κλώθ’κλώθω/ει, γυρνώ/άει
κουσ̌κούρ’πλινθοποιημένη και αποξηραμένη κοπριά που χρησίμευε ως καύσιμη ύλη
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
νέτσ̌ηΕ! κόρη, ε! εσύ
ξανπάλι, ξανά
οπίσ’πίσω
παίζ’παίζω/παίζει
πέ’(προστ.) πες
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
πλυμίνχόρτα διάφορα και λαχανικά βρασμένα και προσφερόμενα ως τροφή στις αγελάδες, μτφ. το νερουλό και άνοστο φαγητό
πουλόποπουλάκι
ράμμανχοντρή κλωστή, αρμαθιά καπνών περασμένα σε χοντρή κλωστή
στέκ’ςστέκεσαι
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
ταπιέτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τεζπίχικομπολόι tesbih/tasbīḥ
τερσ̌ήνείδος αδραχτιού με το οποίο κλώθουν διπλό νήμα
τερώκοιτώ
τσ̌ατίνσκληρό, δύσκολο çetin
τσ̌εχέλ’καάπειρα, ανώριμα, άβγαλτα cehil/cehl
τυλίγουμαιτυλίγομαι
χορτάρ’χορτάρι
ώραςώρες
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αδάεδώ
αδακάεδώ κόντα
αελάδι͜αοι αγελάδες νεαρής ηλικίας που δεν έχουν γεννήσει ακόμα, δαμάλες
ακείεκεί
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απάν’πάνω
αφκάκάτω
βόσκουνβοσκάνε
γούλαλαιμός gula
εγάπ’αγάπη
έν’είναι
επήεςπήγες
έρθεςήρθες
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καικάπρος τα κάτω, εκεί ακριβώς, κοντά
κιντίναπόγευμα, δείλι ikindi
κλώθ’κλώθω/ει, γυρνώ/άει
κουσ̌κούρ’πλινθοποιημένη και αποξηραμένη κοπριά που χρησίμευε ως καύσιμη ύλη
κρατείκρατάει, βαστάει, στέκει, αντέχει
νέτσ̌ηΕ! κόρη, ε! εσύ
ξανπάλι, ξανά
οπίσ’πίσω
παίζ’παίζω/παίζει
πέ’(προστ.) πες
πλάνπλάι, πλαϊνό/ παρακείμενο μέρος, παραπέρα
πλυμίνχόρτα διάφορα και λαχανικά βρασμένα και προσφερόμενα ως τροφή στις αγελάδες, μτφ. το νερουλό και άνοστο φαγητό
πουλόποπουλάκι
ράμμανχοντρή κλωστή, αρμαθιά καπνών περασμένα σε χοντρή κλωστή
στέκ’ςστέκεσαι
στράτας(ονομ.) δρόμοι, (αιτ.) δρόμους
ταπιέτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τεζπίχικομπολόι tesbih/tasbīḥ
τερσ̌ήνείδος αδραχτιού με το οποίο κλώθουν διπλό νήμα
τερώκοιτώ
τσ̌ατίνσκληρό, δύσκολο çetin
τσ̌εχέλ’καάπειρα, ανώριμα, άβγαλτα cehil/cehl
τυλίγουμαιτυλίγομαι
χορτάρ’χορτάρι
ώραςώρες
Το τεζπίχ’
Σημειώσεις
¹ Έκφραση «η εγάπ’ σο κουσκούρ’ κρατεί», δηλ. η αγάπη στην κοπριά βαστιέται, από την κοπριά συγκρατιέται, ανάλογο του «ο έρωτας είναι τυφλός», μπορεί κάποιος να αγαπήσει και πρόσωπο άλλου κοινωνικού επιπέδου.

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost