.
.
Έτον έναν νυχτοπούλ’

Λεγνίτσ̌ικον

Λεγνίτσ̌ικον
fullscreen
Λεγνή μ’, λεγνή μ’, λεγνίτσ̌ικον,
ση γούλα μ’ απέσ’ χάσαι
Φιλώ, φιλώ ους το πρωί
’κι αφήνω να κοιμάσαι

Λεγνή μ’, λεγνή μ’, λεγνέσσα μ’,
λεγνή μ’, κι άμον τσατσίν
Ο χρόνος δώδεκα μήνας,
συ στούδι͜α και πετσίν

Το πόι σ’ έν’ λεγνόμακρον
άμον ιτέαν ίσον
Τα κέφι͜α σ’ όλα έχτ’σα τα
έναν τ’ εμόν πα ποίσον

Λεγνή μ’, λεγνέσσα μ’,
λεγνή μ’, κι άμον τσατσίν
Ο χρόνος δώδεκα μήνας,
συ στούδι͜α και πετσίν

Μικρίτσ̌ικον, λεγνίτσ̌ικον,
λαφρέσσα, πέντε τράμι͜α
Βουτούρτα ξάι ’κι φάζ’νε σε
ποτίζ’νε σε τα τάνια

Λεγνή μ’, λεγνή μ’, λεγνέσσα μ’,
λεγνή μ’, κι άμον τσατσίν
Ο χρόνον δώδεκα μήνας,
συ στούδι͜α και πετσίν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
βουτούρταβούτυρα
γούλαλαιμός gula
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έχτ’σαέχτισα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαφρέσσαελαφριά, μτφ. χαζούλα
λεγνέσσαλιγνή, λιπόσαρκη
λεγνήλιγνή, λιπόσαρκη
λεγνίτσ̌ικονλιγνούτσικο
λεγνόμακρονμακρόλιγνο
μήνας(τα) μήνες
μικρίτσ̌ικονμικρούλικο
ξάικαθόλου
ουςως, μέχρι
παπάλι, επίσης, ακόμα
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποτίζ’νεποτίζουν, δίνουν σε κπ να πιει
στούδι͜αοστά, κόκκαλα ὀστοῦν~οστούδιον
τάνια(πληθ. του τάν’) το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τράμι͜αδράμια (μονάδα βάρους, 1 δράμι=1/400 της οκάς) μεσ. ελλ. δράμιον < τουρκ. dirhem < περσ. dirham < αρχ. ελλ. δραχμή (αντιδάνειο)
τσατσίνξερόκλαδο θάμνου, φρύγανο
φάζ’νεταΐζουν
χάσαιχάνεσαι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
βουτούρταβούτυρα
γούλαλαιμός gula
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έχτ’σαέχτισα
’κιδεν οὐκί<οὐχί
λαφρέσσαελαφριά, μτφ. χαζούλα
λεγνέσσαλιγνή, λιπόσαρκη
λεγνήλιγνή, λιπόσαρκη
λεγνίτσ̌ικονλιγνούτσικο
λεγνόμακρονμακρόλιγνο
μήνας(τα) μήνες
μικρίτσ̌ικονμικρούλικο
ξάικαθόλου
ουςως, μέχρι
παπάλι, επίσης, ακόμα
πόιύψος, μπόι (ανάστημα) boy
ποίσον(προστ.) κάνε, φτιάξε ποιέω, ποιῶ
ποτίζ’νεποτίζουν, δίνουν σε κπ να πιει
στούδι͜αοστά, κόκκαλα ὀστοῦν~οστούδιον
τάνια(πληθ. του τάν’) το υγρό υπόλειμμα ορού γάλακτος ή κρέμας μετά το ανακάτεμα του βουτύρου Թան (tan)=λιώνω, ρέω
τράμι͜αδράμια (μονάδα βάρους, 1 δράμι=1/400 της οκάς) μεσ. ελλ. δράμιον < τουρκ. dirhem < περσ. dirham < αρχ. ελλ. δραχμή (αντιδάνειο)
τσατσίνξερόκλαδο θάμνου, φρύγανο
φάζ’νεταΐζουν
χάσαιχάνεσαι
Λεγνίτσ̌ικον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost