.
.
Ο Πόντον ’κ’ έν’ τ’ οσήμερον

Τ’ αρνόπο μ’

Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
Τ’ αρνόπο μ’
Στιχουργοί: Παραδοσιακό
Συνθέτες: Παραδοσιακό
fullscreen
Καλόν κορίτσ’, καλόν κορίτσ’,
καλόν έν’ η ιδέα σ’
Το αίμα μ’ εκολύμπεσεν
απέσ’ σην εμποδέα σ’

Τούλα - τούλα λα,
το ταούλ’ και -ν- η ζουρνά
Το ταούλ’ και -ν- η ζουρνά
παρεβγάλλ’νε μας πουρνά

Η φοτά σ’ κοσ̌κινίεται
άμον θάλασσας κύμαν
Τ’ άσπρον την ψ̌η σ’ εζέλεψα,
πασ̌κείμ’ εποίκα κρίμαν;

Τούλα - τούλα λα,
το ταούλ’ και -ν- η ζουρνά
Το ταούλ’ και -ν- η ζουρνά
παρεβγάλλ’νε μας πουρνά

Ραχ̌ι͜ά, μη πρασινίζετεν
ους να ’κ’ έρ’ται τ’ αρνόπο μ’
Καρίπ’κα σταθέστεν κι εσείν
αρ’ άμον το καρδόπο μ’

Τούλα - τούλα λα,
το ταούλ’ και -ν- η ζουρνά
Το ταούλ’ και -ν- η ζουρνά
παρεβγάλλ’νε μας πουρνά

Καρίπ’ς και μουατσ̌ίρ’ς είμαι,
τ’ οσπίτι μ’ εκολλίεν
Ατό τη τσούνας το κουτάβ’
ση γούλα μ’ ετυλίεν

Τούλα - τούλα λα,
το ταούλ’ και -ν- η ζουρνά
Το ταούλ’ και -ν- η ζουρνά
παρεβγάλλ’νε μας πουρνά
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γούλαλαιμός gula
εζέλεψαζήλεψα
εκολλίενπήρε φωτιά, καταστράφηκε ολοσχερώς
εκολύμπεσενκολύμπησε
εμποδέαποδιά
έν’είναι
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
εσείνεσείς
ετυλίεντυλίχθηκε
ιδέαμορφή, όψη, θωριά
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
καρίπ’καμοναχικά, ερημικά garip/ġarīb
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κοσ̌κινίεταικοσκινίζεται, κουνιέται σαν κόσκινο κόσκινον
μουατσ̌ίρ’ςπρόσφυγας, μετανάστης / (αιτ. πληθ.) πρόσφυγες, μετανάστες muhacir/muhācir
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
παρεβγάλλ’νεξεπροβοδίζουν
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πουρνάπρωί, αύριο
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σταθέστεν(προστ.) σταθείτε
ταούλ’νταούλι davul/ṭabl
τούλαήσυχα, φρόνιμα
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
αρνόποαρνάκι, χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας
γούλαλαιμός gula
εζέλεψαζήλεψα
εκολλίενπήρε φωτιά, καταστράφηκε ολοσχερώς
εκολύμπεσενκολύμπησε
εμποδέαποδιά
έν’είναι
εποίκαέκανα, έφτιαξα ποιέω-ῶ
έρ’ταιέρχεται
εσείνεσείς
ετυλίεντυλίχθηκε
ιδέαμορφή, όψη, θωριά
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
καρδόποκαρδούλα
καρίπ’καμοναχικά, ερημικά garip/ġarīb
καρίπ’ςξένος, μοναχικός, φτωχός, ανήμπορος / (αιτ. πληθ.) ξένους, μοναχικούς, φτωχούς, ανήμπορους garip/ġarīb
κοσ̌κινίεταικοσκινίζεται, κουνιέται σαν κόσκινο κόσκινον
μουατσ̌ίρ’ςπρόσφυγας, μετανάστης / (αιτ. πληθ.) πρόσφυγες, μετανάστες muhacir/muhācir
οσπίτισπίτι hospitium<hospes
ουςως, μέχρι
παρεβγάλλ’νεξεπροβοδίζουν
πασ̌κείμ’μήπως, μήπως (και) πᾶς καί ἔνι
πουρνάπρωί, αύριο
ραχ̌ι͜άράχες, βουνά
σταθέστεν(προστ.) σταθείτε
ταούλ’νταούλι davul/ṭabl
τούλαήσυχα, φρόνιμα
τσούναςσκύλας κύων→κύαινα
φοτάμέρος γυναικείας ενδυμασίας που έμπαινε πάνω από το λαχόρι, το ζωνάρι το οποίο έδεναν οι γυναίκες τριγωνικά στη μέση τους πάνω από τη ζιπούνα, γεν. ποδιά futa
ψ̌ηψυχή
Τ’ αρνόπο μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost