.
.
Τα αυθεντικά του Πόντου Νο4

Ας είχα την σαΐτα μ’

Ας είχα την σαΐτα μ’
fullscreen
Ας είχα την σαΐτα μ’
κι αργυρόν τοξάρ’!
Σον ουρανόν έβγαινα,
τ’ άστρα ετόξευα
Τους ήλτς και τους φεγγάρους,
όλτς θ’ ετάραζα

Ασ’ όλιων κακοτόπι͜α
αρ’ του ήλι͜ονος
Σεράντα πόρτας είχ̌εν,
όλια χάλκενα
κι έναν μικρόν πορτόπον
διπλοχάλκενον
Σαράντα πέντ’ μαστόροι
πολεμούν ατα
Ούτ’ επορούν κι ανοίγ’νε,
ούτε αφήν’ν ατα

-Ντό δί’τε με, μαστόροι,
και ν’ ανοίγ’ ατα;

-Τη μέραν τρία κάστρα
κι άσπρον άλογον
κι έναν κὰτ’ φορεσίας,
αν ανοί͜εις ατα

Ανοίγω τ’ έναν τέγκιν
Ωχ! Ν’ αηλί εμέν!
Απέσ’ γομάτον αίμαν,
ασπαλώ ατο

Ανοίγω τ’ άλλον τέγκιν
Ωχ! Ν’ αηλί εμέν!
Απέσ’ γομάτο στούδι͜α,
ασπαλώ ατο

Ανοίγω τ’ άλλον τέγκιν
Ωχ! Νασάν εμέν!
Έμορφος κόρ’ κοιμάται,
να λελεύ’ ατεν!
Έμορφος κόρ’ κοιμάται,
ποδε-ποδεδίζ’ ατεν!

Κουίζ’ ατεν και ’κι αγνεφί͜ει
Ωχ! Ν’ αηλί εμέν!
Τσιμπίζ’ ατεν, ’κι σ’κούται
Βάι! Ν’ αηλί εμέν!
Κλίσκουμαι να φιλώ ατεν,
ποδεδίζω σε!
Ατέ λαγγεύ’ και σ’κούται,
να λελεύ’ ατεν!
Ατέ λαγγεύ’ και σ’κούται,
ποδε-ποδεδίζ’ ατεν [γιαρ]
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αγνεφί͜ειξυπνάει
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανοί͜ειςανοίγεις
ανοίγ’νεανοίγουν
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ασ’από
ασπαλώσφαλίζω κτ, κλείνω κτ εντελώς/πολύ καλά
ατααυτά
ατέαυτή
ατεναυτήν
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γομάτογεμάτο
γομάτονγεμάτο/η
δί’τεδίνετε
έμορφοςόμορφος/η
επορούνμπορούν
ετάραζαανεμείγνυα, ανακάτευα, έμπλεκα
ετόξευαέριχνα βέλος (και πετύχαινα κπ, τον χτυπούσα)
ήλι͜ονοςήλιου
ήλτςήλιους
κὰτ’επίπεδο, στρώση, σωρός kat
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλίσκουμαισκύβω, κλίνω
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
λαγγεύ’πηδάω/ει लङ्घ (laṅgh)
λελεύ’χαίρομαι/εται
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
όλιαόλα
όλτςόλους
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
σεράντασαράντα
σ’κούταισηκώνεται
στούδι͜αοστά, κόκκαλα ὀστοῦν~οστούδιον
τέγκινμεγάλο δέμα, μπόγος denk/tang
τοξάρ’δοξάρι
τσιμπίζ’τσιμπάω/ει
φεγγάρουςφεγγάρια
φορεσίας(γεν. εν.) φορεσιάς, (ονομ. πληθ.) φορεσιές
χάλκεναχάλκινα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αγνεφί͜ειξυπνάει
αηλίαλίμονο ἀ- + μεσαιωνική ελληνική ἠλί < εβραϊκά אל (θεός)
ανοί͜ειςανοίγεις
ανοίγ’νεανοίγουν
απέσ’μέσα
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
ασ’από
ασπαλώσφαλίζω κτ, κλείνω κτ εντελώς/πολύ καλά
ατααυτά
ατέαυτή
ατεναυτήν
γιαραγαπητός/ή/ό, αγάπη yâr
γομάτογεμάτο
γομάτονγεμάτο/η
δί’τεδίνετε
έμορφοςόμορφος/η
επορούνμπορούν
ετάραζαανεμείγνυα, ανακάτευα, έμπλεκα
ετόξευαέριχνα βέλος (και πετύχαινα κπ, τον χτυπούσα)
ήλι͜ονοςήλιου
ήλτςήλιους
κὰτ’επίπεδο, στρώση, σωρός kat
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κλίσκουμαισκύβω, κλίνω
κουίζ’φωνάζω/ει, λαλώ/εί, καλώ/εί κπ ονομαστικά
λαγγεύ’πηδάω/ει लङ्घ (laṅgh)
λελεύ’χαίρομαι/εται
ν’ αηλίαλίμονο μεσαιων. ελλ. ἀλί<ἀ- + ἠλί (εβραϊκά אל)= θεός
νασάνχαρά σε
όλιαόλα
όλτςόλους
ποδεδίζ’(ενεργ. και μέση) χαίρομαι/εσαι, απολαμβάνω/ει, προσκυνώ/άει από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω(ενεργ. και μέση) χαίρομαι, απολαμβάνω, προσκυνώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
ποδεδίζω σενα σε χαρώ από+δέδιν (<δείδω=φοβάμαι, ανησυχώ)
πόρτας(ονομ.πληθ.) πόρτες porta
σεράντασαράντα
σ’κούταισηκώνεται
στούδι͜αοστά, κόκκαλα ὀστοῦν~οστούδιον
τέγκινμεγάλο δέμα, μπόγος denk/tang
τοξάρ’δοξάρι
τσιμπίζ’τσιμπάω/ει
φεγγάρουςφεγγάρια
φορεσίας(γεν. εν.) φορεσιάς, (ονομ. πληθ.) φορεσιές
χάλκεναχάλκινα
Ας είχα την σαΐτα μ’

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost