.
.
Καρδίας λογόπα

Ψ̌ης κουρτάρεμαν

Ψ̌ης κουρτάρεμαν
fullscreen
Το ταπιάτ’ ι-μ’ άπιστον,
τ’ ινι͜άτι μ’ κι άλλο χ̌είρ’ έν’
Πουλί μ’, οπίσ’ μη κλώσ̌κεσαι,
ντο έσυρες κανείται

Κάποθεν έστεκες, πουλί μ’,
κι ετέρ’νες πονεμένα
Μίαν ’κ’ έκ’σες λόγον γλυκύν
γιαβρόπο μ’, απ’ εμέναν

’Κ’ εγροίκανα ντο έλεες
«Θάψον με ζωντανέσσα!
Ζατίμ αποθαμέντσα ζω
κι αρ’ άμον ορφανέσσα»

Δέβα κι οπίσ’ ξάι μη τερείς,
το κρίμαν έν’ τ’ εμόν -ι
Εσύ κουρτάρεψον τη ψ̌η σ’
κι άφ’ς εμέν μαναχόν -ι
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποθαμέντσαπεθαμένη, νεκρή
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άφ’ς(προστ.) άφησε
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γλυκύνγλυκιά/ό
δέβα(προστ.) πήγαινε
εγροίκανακαταλάβαινα
έκ’σεςάκουσες
έλεεςέλεγες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έσυρεςέσυρες, τράβηξες, έριξες
ετέρ’νεςκοιτούσες
ζατίμεξάλλου zaten/ẕāten
ζωντανέσσαζωντανή
θάψον(προστ.) θάψε
ινι͜άτιγινάτι, πείσμα inat/ʿinād
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κάποθεναπό κάπου
κλώσ̌κεσαιγυρίζεις, επιστρέφεις
κουρτάρεψονγλύτωσε από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μίανμια φορά
ξάικαθόλου
οπίσ’πίσω
ορφανέσσαορφανή
ταπιάτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τερείςκοιτάς
χ̌είρ’χειρότερα
ψ̌ηψυχή
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
αποθαμέντσαπεθαμένη, νεκρή
αρ’εισάγει ή τονίζει πρόταση με ποικίλες σημασιολογικές αποχρώσεις: λοιπόν, άρα, έτσι, επομένως, δηλαδή, τέλος πάντων, τώρα, άντε, με χροιά παρότρυνσης ή επίγνωσης, όπως το τουρκ. ha ἄρα
άφ’ς(προστ.) άφησε
γιαβρόπομωράκι, μικρούλι, παιδάκι yavru + -όπον
γλυκύνγλυκιά/ό
δέβα(προστ.) πήγαινε
εγροίκανακαταλάβαινα
έκ’σεςάκουσες
έλεεςέλεγες
εμόνδικός/ή/ό μου ἐμοῦ
έν’είναι
έσυρεςέσυρες, τράβηξες, έριξες
ετέρ’νεςκοιτούσες
ζατίμεξάλλου zaten/ẕāten
ζωντανέσσαζωντανή
θάψον(προστ.) θάψε
ινι͜άτιγινάτι, πείσμα inat/ʿinād
’κ’δεν οὐκί<οὐχί
κανείταιείναι αρκετό, επαρκεί για κτ ἱκανόω
κάποθεναπό κάπου
κλώσ̌κεσαιγυρίζεις, επιστρέφεις
κουρτάρεψονγλύτωσε από, σώσε, διάσωσε kurtarmak
μαναχόν(έναρθρο) μοναχός, μοναχό, (επίρρ) μόνο/μοναχά
μίανμια φορά
ξάικαθόλου
οπίσ’πίσω
ορφανέσσαορφανή
ταπιάτ’συνήθεια, χαρακτηριστικό, ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου tabiat/ṭabīʿat
τερείςκοιτάς
χ̌είρ’χειρότερα
ψ̌ηψυχή
Ψ̌ης κουρτάρεμαν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost