.
.
Καρδίας λογόπα

Τσ’ εγάπ’ς απιταχτέριν

Τσ’ εγάπ’ς απιταχτέριν
fullscreen
Τη καρδι͜άς ι-σ’ τα κρίματα,
πουλί μ’, θα συχωμι͜άζω
Κι ατά π’ εκορδυλι͜άγανε
όλια θ’ αποδελι͜άζω

Έλα, πουλί μ’, αλήγορα,
τ’ εσ̌όπο σ’ αναμέν’ -τ- σε
Φοούμαι γιάμ’ κομπών’νε σε,
κάποιος παταλεύ’ σε

♫

Το τσ̌αλιμόπο σ’ έμορφον
και πολλά ατσ̌αΐπ’κον
Όσον πόσον θα τυρι͜αννί͜εις
την καρδι͜ά μ’ το καρίπ’κον

Ευτάγ’νε με τ’ ομματόπα σ’
τσ’ εγάπ’ς απιταχτέριν
Το ψ̌όπο μ’ άλλο ντο θα σύρ’,
ένας Θεός εξέρει!
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
αλήγοραγρήγορα
αναμέν’περιμένει
απιταχτέρινπαιδί για θελήματα
αποδελι͜άζωξεμπερδεύω, λύνω
ατάαυτά
ατσ̌αΐπ’κονπερίεργο, εκκεντρικό, προκλητικό acayip/ʿacāʾib
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
εγάπ’ςαγάπης
εκορδυλι͜άγανεμπερδεύτηκαν, έγιναν κόμποι κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
έμορφονόμορφο
εσ̌όπο(υποκορ.) ταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος eş + -όπον
ευτάγ’νεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
καρίπ’κονξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
κομπών’νεεξαπατούν, ξεγελούν, μτφ. σαγηνεύουν κομβόω
όλιαόλα
ομματόπαματάκια
όσον πόσονπόσο πια; μέχρι πότε;
παταλεύ’χασομερώ/άει κπ, καθυστερώ/εί, επιβραδύνω/ει bata’a (بطأ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
συχωμι͜άζωκρύβω στο χώμα, αποκρύπτω, αποταμιεύω
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌αλιμόπο(υποκορ.) επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım + -όπον
τυρι͜αννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
φοούμαιφοβάμαι
ψ̌όποψυχούλα
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
αλήγοραγρήγορα
αναμέν’περιμένει
απιταχτέρινπαιδί για θελήματα
αποδελι͜άζωξεμπερδεύω, λύνω
ατάαυτά
ατσ̌αΐπ’κονπερίεργο, εκκεντρικό, προκλητικό acayip/ʿacāʾib
γιάμ’μήπως, ή μη ya/yā + μη
εγάπ’ςαγάπης
εκορδυλι͜άγανεμπερδεύτηκαν, έγιναν κόμποι κορδύλη (=ρόπαλο, εξόγκωμα)
έμορφονόμορφο
εσ̌όπο(υποκορ.) ταίρι, έτερο ήμισυ, σύντροφος eş + -όπον
ευτάγ’νεκάνουν, φτιάχνουν εὐθειάζω
καρίπ’κονξένο, μοναχικό, φτωχό, ανήμπορο garip/ġarīb
κομπών’νεεξαπατούν, ξεγελούν, μτφ. σαγηνεύουν κομβόω
όλιαόλα
ομματόπαματάκια
όσον πόσονπόσο πια; μέχρι πότε;
παταλεύ’χασομερώ/άει κπ, καθυστερώ/εί, επιβραδύνω/ει bata’a (بطأ)
πολλά(επίθ.) πολλά, (επίρρ.) πολύ
σύρ’σύρω/ει, τραβάω/ει, ρίχνω/ει
συχωμι͜άζωκρύβω στο χώμα, αποκρύπτω, αποταμιεύω
τσ’(ως τση, άρθρο γεν. ενικού) του/της, (ως τσοι, άρθρο αιτ. πληθ.) τις, (ως ερωτημ. τσί;) ποιός;
τσ̌αλιμόπο(υποκορ.) επιδέξια κίνηση (σε χορό κ.ά.), σκέρτσο, κάμωμα çalım + -όπον
τυρι͜αννί͜ειςτυραννάς, ταλαιπωρείς
φοούμαιφοβάμαι
ψ̌όποψυχούλα
Τσ’ εγάπ’ς απιταχτέριν

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost