.
.
Γιώργος & Λάζος Ιωαννίδης 2018

Αγγελόμορφον

Αγγελόμορφον
fullscreen
Αγγελόμορφον, μυροστάλαχτον!
Η θωρέα σ’ ’κι θα χάται
ας σ’ ομματόπα μ’
και η μύρα σ’ για τ’ εμένα
έν’ ανάσπαλτον
και σ’ ομματόπα σ’ τα βόλια
βρούλα κι άψιμον

Τα τερέματα σ’ καρφία
που καρφών’νε με
Τα φιλέματα σ’ βοτάνι͜α
που λαρών’νε με
Τα γλυκέα τα λογόπα σ’
άμον κιμιάν
τη ζωήν χαμάν στρουλίζ’νε
δίν’νε φως και χράν

Αγγελόμορφον, μυροστάλαχτον!
Τα ’κχ̌υμένα τα μαλλία σ’
μαύρεν καταρράχτ’,
το χαμόγελο σ’ δροσίζ’νε
άμον κρέν νερόν
και η καλατσ̌ή σ’ μελένεν
γλυκόν φύσεμαν

Τα τερέματα σ’ καρφία
που καρφών’νε με
Τα φιλέματα σ’ βοτάνι͜α
που λαρών’νε με
Τα γλυκέα τα λογόπα σ’
άμον κιμιάν
τη ζωήν χαμάν στρουλίζ’νε
δίν’νε φως και χράν
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλευση
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανάσπαλτοναλησμόνητο/η, αξέχαστο/η
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
άψιμονφωτιά
βόλιαοι ίριδες των ματιών, τα σφαιρικά σε σχήμα βῶλος~βολβός
βρούλαφλόγα brûler
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
δίν’νεδίνουν
δροσίζ’νεδροσίζουν
έν’είναι
θωρέαθωριά, όψη
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρφών’νεκαρφώνουν
καταρράχτ’καταρράκτης
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιμιάνφυτό μυθικό (το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο ή ότι θεραπεύει όλες τις αρρώστιες), μτφ. κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό & γι’ αυτό καλά φυλασσόμενο kimya/kīmyāʾ<χύμα < χέω
κρένκρύο/α, δροσερό/ά
’κχ̌υμέναχυμένα, χυτά εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λαρών’νεγιατρεύουν, θεραπεύουν
λογόπαλογάκια
μελένενμελένια/ο, γλυκιά/ό σαν το μέλι
μύραοσμή, μυρωδιά
μυροστάλαχτοναυτό που σταλάζει μύρο
ομματόπαματάκια
στρουλίζ’νεστολίζουν
τερέματαβλέμματα
φιλέματαφιλιά
φύσεμανφύσημα
χαμάναμέσως, ευθύς, μονομιάς hemen/hemān
χάταιχάνεται
χράνχροιά, χρώμα του δέρματος
ΚείμενοΕπεξήγησηΕτυμ. ΡίζαΠροέλ.
άμονσαν, όπως, καθώς ἅμα
ανάσπαλτοναλησμόνητο/η, αξέχαστο/η
ας σ’(ας σου) από του, από τότε που/αφότου, (ας σο) από το/τα
άψιμονφωτιά
βόλιαοι ίριδες των ματιών, τα σφαιρικά σε σχήμα βῶλος~βολβός
βρούλαφλόγα brûler
γλυκέα(επιρρ.) γλυκά
δίν’νεδίνουν
δροσίζ’νεδροσίζουν
έν’είναι
θωρέαθωριά, όψη
καλατσ̌ήομιλία, συνομιλία, συζήτηση keleci=καλός λόγος (Παλαιά Τουρκική Ανατολίας)
καρφών’νεκαρφώνουν
καταρράχτ’καταρράκτης
’κιδεν οὐκί<οὐχί
κιμιάνφυτό μυθικό (το οποίο πιστεύεται ότι μεταβάλει μαγικά το γάλα σε βούτυρο ή ότι θεραπεύει όλες τις αρρώστιες), μτφ. κάτι το εξαιρετικά πολύτιμο ή αγαπητό & γι’ αυτό καλά φυλασσόμενο kimya/kīmyāʾ<χύμα < χέω
κρένκρύο/α, δροσερό/ά
’κχ̌υμέναχυμένα, χυτά εκχύνω<ἐγχέω< ἐν + χέω
λαρών’νεγιατρεύουν, θεραπεύουν
λογόπαλογάκια
μελένενμελένια/ο, γλυκιά/ό σαν το μέλι
μύραοσμή, μυρωδιά
μυροστάλαχτοναυτό που σταλάζει μύρο
ομματόπαματάκια
στρουλίζ’νεστολίζουν
τερέματαβλέμματα
φιλέματαφιλιά
φύσεμανφύσημα
χαμάναμέσως, ευθύς, μονομιάς hemen/hemān
χάταιχάνεται
χράνχροιά, χρώμα του δέρματος
Αγγελόμορφον

Ποντιακός Στίχος - Pontian Lyrics 2025

Επικοινωνία: infoDUMMY@pontianlyrics.gr

Με την ευγενική χορηγία φιλοξενίας της IpHost